εμπριμέ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. emprimé (= ύφασμα με τυπωμένα πολύχρωμα σχέδια)], το εμπριμέ·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) εμπριμέ, τον έδειρα άγρια, χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «κάποια στιγμή τον άρχισα στις μπουνιές και του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ». Από παρομοίωση του μελανιασμένου προσώπου από τα χτυπήματα που δέχτηκε, με το πολύχρωμο ύφασμα.