εμπόδιο, το, ουσ. [<αρχ. ἐμπόδιον], το εμπόδιο·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), παρεμβάλλομαι, δημιουργώ συστηματικά προβλήματα σε κάποιον για να μην πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «επειδή δε με χωνεύει, βάζει συνεχώς εμπόδια στη δουλειά μου»·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. φρ. στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον)·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, η αισιόδοξη άποψη μιας δυσκολίας, ενός εμποδίου στη δουλειά ή σε κάποια διαδικασία πως, εν τέλει, θα εξελιχθεί επ’ ωφελεία μας: «μπορεί να μην υπέγραψε ο διευθυντής την αίτησή μας για το δάνειο, αλλά δεν πειράζει, κάθε εμπόδιο σε καλό»·
- μετ’ εμποδίων, λέγεται για κάθε προσπάθεια ή επιδίωξη κατά την οποία παρουσιάζονται πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα κι εγώ να χτίσω, μετ’ εμποδίων, ένα σπιτάκι». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον), εμποδίζω κάποιον, παρεμβάλλομαι, ώστε να μην μπορεί να πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «θα γινόταν από καιρό υποδιευθυντής της εταιρίας, αλλά στέκεται εμπόδιο ο διευθυντής του, που αντιδρά συνεχώς».