εμετός κ. έμετος, ο, ουσ. [<αρχ. ἔμετος], ο εμετός·
- είναι (για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! το άτομο ή το φαγητό για το οποίο γίνεται λόγος, σου προκαλεί έντονη αποστροφή, μεγάλη αηδία: «είναι τόσο γλοιώδης τύπος, που είναι για να κάνει κανείς εμετό! || μην τρως απ’ αυτό το φαγητό, γιατί είναι για να κάνεις εμετό!»·
- μοίρασε σακούλες για εμετό, (για ποδόσφαιρο στη νεοαργκό), ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, έκανε αλλεπάλληλες και περίτεχνες τρίπλες στους αντιπάλους του, που τους ζάλισε: «για δες τι παιχταρά που έχουμε! Μοίρασε πάλι σακούλες για εμετό».