ελληνικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. ἑλληνικός], ελληνικός·το θηλ. ως ουσ. η ελληνική και το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα: «όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι μαθαίνουν ελληνικά»·
- δεν καταλαβαίνεις ελληνικά; λέγεται σε περίπτωση, που κάποιος, δεν καταλαβαίνει κάτι απλό που του λέμε ή κάτι, που του το λέμε πολλές φορές: «δεν καταλαβαίνεις ελληνικά, ρε παιδάκι μου, πώς αλλιώς θέλεις να σου το πω;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το επιτέλους ή είναι φορές που ακολουθεί μετά το ρήμα·
- ελληνικά σου μιλάω, δε σου μιλάω κινέζικα, έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας σε άτομο, που δεν μπορεί να καταλάβει ή που αρνείται να καταλάβει αυτό που του λέμε·
- ελληνικό πυρ, βλ. λ. πυρ·
- ελληνικός καφές, βλ. λ. καφές·
- μιλώ ελληνικά ή μιλώ απλά ελληνικά, μιλώ απλά, κατανοητά, μιλώ με σαφήνεια, ξεκάθαρα: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ απλά ελληνικά»·
- τα λέω ελληνικά, βλ. φρ. μιλώ ελληνικά.