ελευθερία, η, ουσ. [<αρχ. ἐλευθερία], η ελευθερία· βλ. και λ. λευτεριά·
- η ελευθερία με ζημιά είναι πολυτιμότερη από τη δουλεία με κέρδος, δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από την ελευθερία.