έλεγχος, ο, ουσ. [<αρχ. ἔλεγχος], ο έλεγχος· επίσημο ατομικό δελτίο μαθητή, όπου καταγράφονται οι βαθμοί προόδου του στα μαθήματα, η διαγωγή του και ο αριθμός των απουσιών του: «φοβόταν να δείξει τον έλεγχο στον πατέρα του, γιατί, εκτός απ’ τους κακούς του βαθμούς, είχε και πενήντα αδικαιολόγητες απουσίες, ενώ ο έλεγχος της αδερφής του σ’ όλα τα μαθήματα έδειχνε άριστα και μηδέν απουσίες»·
- βρίσκεται εκτός ελέγχου, βλ. φρ. είναι εκτός ελέγχου·
- βρίσκεται υπό έλεγχο, βλ. φρ. είναι υπό έλεγχο·
- βρίσκεται υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι), βλ. φρ. είναι υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι)·
- είναι εκτός ελέγχου, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που δεν μπορεί πια να ελεγχθεί: «όταν έχει πολλά νεύρα, είναι εκτός ελέγχου και δεν μπορεί κανείς να τον κάνει καλά || η φωτιά είναι εκτός ελέγχου και κατακαίει το δάσος»·
- είναι υπό έλεγχο, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που ελέγχεται ή που, επιτέλους, ελέγχεται: «ας τον να φωνάξει λίγο να εκτονωθεί και μη φοβάσαι, γιατί είναι υπό έλεγχο || μετά απ’ τις τιτάνιες προσπάθειες των πυροσβεστών η φωτιά είναι πια υπό έλεγχο»·
- είναι υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι), είναι κάτι κάτω από τη διοίκηση, τη διακυβέρνηση, την κυριαρχία κάποιου: «τα νησιά και οι βραχονησίδες του Αιγαίου είναι υπό τον έλεγχο της Ελλάδας»·
- κάνω έλεγχο, ελέγχω κάποιον ή κάτι: «ο σκοπός στην πύλη κάνει έλεγχο σ’ ανθρώπους κι αυτοκίνητα». (Λαϊκό τραγούδι: τον Γκιουλέκα εμένα μη μου παριστάνεις, γιατί όσο αν σ’ αγαπώ κι αν σ’ εκτιμώ, σαν γλεντώ, δε θέλω έλεγχο να κάνεις σ’ ό,τι πιω σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω
- χάνω τον έλεγχο, παύω να μπορώ να ελέγχω κάποιον ή κάτι: «έχω χάσει τον έλεγχο των παιδιών μου και κάνουν ό,τι θέλουν || ο κυβερνήτης έχασε τον έλεγχο του αεροπλάνου που συνετρίβη στην πλαγιά του βουνού»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός.