ελάφι κ. λάφι, το, ουσ. [<μσν. ἐλάφιν <ἐλάφιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαφος], το ελάφι. 1. άνθρωπος ταχύτατος: «δεν τον πιάνει κανένας στο τρέξιμο, γιατί είναι σκέτο ελάφι». Από τη σβελτάδα και την ευελιξία του ελαφιού. 2. (ειρωνικά) ο απατημένος σύζυγος, ο τάρανδος, ο κερατάς: «τέτοιο ελάφι που είναι, δεν μπορεί να περάσει ούτε κάτω απ’ την Καμάρα!». Από τα κέρατα που έχουν τα αρσενικά ελάφια· βλ. και λ. ελαφίνα. Υποκορ. ελαφάκι, το·
- έγινε ελάφι, (ιδίως για άντρα) απατήθηκε, κερατώθηκε από τη γυναίκα του: «τα ’μπλεξε η γυναίκα του με τον κουμπάρο τους κι ακόμη να το πάρει χαμπάρι πως έγινε ελάφι». Σπάνια ακούγεται και για γυναίκα (από τη στιγμή που το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα)·
- τον έκανε ελάφι, (ιδίως για άντρα) τον απάτησε, τον κεράτωσε η γυναίκα του: «εδώ βούιξε όλη η γειτονιά πως η γυναίκα του τον έκανε ελάφι με το γιο του φαρμακοποιού κι αυτός πέρα βρέχει».