έκτρωμα, το, ουσ. [<αρχ. ἔκτρωμα], το έκτρωμα. 1. ο φοβερά άσχημος άνθρωπος: «είναι τέτοιο έκτρωμα που, μόλις τον δεις, πηγαίνει η καρδιά σου στην Κούλουρη». 2. έργο ή κατασκευή πολύ κακοφτιαγμένη: «στο κέντρο της πόλης ύψωσαν μια οικοδομή από γυαλί και μέταλλο που είναι σαν έκτρωμα». Από το ότι το έμβρυο που προέρχεται από έκτρωση είναι παραμορφωμένο·
- έκτρωμα της φύσεως, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που είναι πάρα πολύ άσχημος, πάρα πολύ κακοφτιαγμένος: «παντρεύτηκε μια γυναίκα για τα λεφτά της, που είναι έκτρωμα της φύσεως || σήκωσαν μια οικοδομή στο κέντρο της πόλης, που είναι έκτρωμα της φύσεως».