εκτός, επίρρ. τοπ. [<αρχ. ἐκτός], εκτός. 1. έξω, μακριά από: «είναι εκτός γραφείου». 2. ως ουσ. οι εκτός, όσοι δε συμμετέχουν σε ένα σύνολο, όσοι είναι έξω από κάτι: «οι εκτός κυβερνήσεως βουλευτές γκρινιάζουν γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να συναντήσουν τον πρωθυπουργό». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάχη·
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- βγαίνω εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- βρίσκεται εκτός ελέγχου, βλ. λ. έλεγχος·
- βρίσκεται εκτός κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- γίνομαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι εκτός, α. δε συμμετέχω σε κάποια υπόθεση ή ενέργεια, ιδίως παράνομη, δηλώνω την αποχώρησή μου: «εγώ παιδιά είμαι εκτός, γιατί έχω την εντύπωση πως η δουλειά βρομάει μπαρούτι». β. δεν έχω καμιά επαφή με την πραγματικότητα, είμαι από άλλο ανέκδοτο: «από τότε που τον χώρισε η γυναίκα του, είναι εκτός, κι αν συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, δεν το γλιτώνει το τρελάδικο»·
- είμαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είμαι εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- είμαι εκτός νόμου, βλ. λ. νόμος·
- είμαι εκτός συναγωνισμού, είμαι ο πρώτος και ο καλύτερος, είμαι ασυναγώνιστος (και για το λόγο αυτό, δεν παίρνω μέρος σε κάποιο συναγωνισμό, σε κάποιο διαγωνισμό ή, αν πάρω μέρος, το κάνω μόνο και μόνο για τη συμμετοχή)·
- είναι εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είναι εκτός ελέγχου, βλ. λ. έλεγχος
- είναι εκτός εποχής, βλ. λ. εποχή
- είναι εκτός θέματος, βλ. λ. θέμα·
- είναι εκτός κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- είναι εκτός πραγματικότητας, βλ. λ. πραγματικότητα·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- εκτός από…, δηλώνει εξαίρεση: «θα μπουν όλοι εκτός από σένα»·
- εκτός απροόπτου, βλ. λ. απρόοπτος·
- εκτός αυτού, βλ. λ. αυτός·
- εκτός εμπορίου, βλ. λ. εμπόριο·
- εκτός τούτου, βλ. λ. τούτος·
- εκτός των άλλων, βλ. λ. άλλος·
- εκτός των τειχών, βλ. λ. τείχος·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, βλ. λ. αυτός·
- θέτω εκτός νόμου (κάποιον), βλ. λ. νόμος·
- μένω εκτός, α. δε συμμετέχω κάπου ή σε κάτι: «ο μόνος που έμεινε εκτός απ’ αυτή τη δουλειά ήταν ο τάδε». β. δεν υφίσταμαι κάτι: «ο μόνος που έμεινε εκτός απ’ τις κατσάδες του διευθυντή μας ήταν ο τάδε». (Τραγούδι: για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου
- μένω εκτός νυμφώνος ή μ’ αφήνουν εκτός νυμφώνος, βλ. λ. νυμφώνας·
- ο εκτός νόμου, βλ. λ. νόμος·
- παίζω εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παρ’ εκτός, α. εκτός και αν: «θα σε σαπίσω στο ξύλο, παρ’ εκτός και μου ζητήσεις συγνώμη». β. δηλώνει εξαίρεση, εξόν: «παρ’ εκτός όλων των προηγουμένων υπάρχουν κι άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί κλαις, καλό μου ταίρι, κάθε μισθωτός το ξέρει παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τα εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα.