εισπράττω, ρ. [<αρχ. εἰσπράττω], εισπράττω· δέχομαι: «μετά την επιτυχία του άρχισε να εισπράττει συγχαρητήρια»·
- εισπράττω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις, λέγεται σε κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών ή των πράξεών του: «όταν οι άλλοι δούλευαν, εσύ τεμπέλιαζες, τώρα να μην παραπονιέσαι που νιώθεις ανασφαλής, γιατί ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις». Συνών. όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς ή όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς / όπως έστρωσες, θα πλαγιάσεις ή όπως στρώσεις, θα πλαγιάσεις·
- τις εισπράττω (ενν. τις μπάτσες μου, τις σφαλιάρες μου, τις φάπες μου), με δέρνουν: «πρόσεχε πώς μιλάς, γιατί θα τις εισπράξεις».