ειρμός, ο, ουσ. [<αρχ. εἱρμός], ο ειρμός·
- χάνω τον ειρμό ή χάνω τον ειρμό των σκέψεών μου, χάνω προσωρινά την ικανότητα να βάζω σε μια λογική σειρά τις προτάσεις ή τις σκέψεις μου: «εκεί που μιλούσε, έχασε ξαφνικά τον ειρμό του κι άρχισε να λέει άλλ’ αντ’ άλλων || μη μ’ ενοχλείς τώρα που σκέφτομαι, γιατί θα χάσω τον ειρμό των σκέψεών μου».