είμαι, ρ. [<αρχ. εἰμί], είμαι. 1. βρίσκομαι, υπάρχω: «παιδιά, είμαι κι εγώ εδώ, μη με ξεχνάτε || είμαι καιρό στη Θεσσαλονίκη». 2. κατάγομαι: «είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη || είμαι από πλούσιο σόι». (Λαϊκό τραγούδι: τι σε μέλει εσένανε από πού είμ’ εγώ απ’ το Καραντάσι φως μου ή απ’ το Κορδελιό).3. ανήκω: «είμαι απ’ τους ανθρώπους της πιάτσας». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας). 4. θεωρούμαι: «είμαι το παν για την παρέα μας, γιατί είμαι μεγάλος καλαμπουρτζής». Για φρ. που αρχίζουν από δεν, βλ. και λ. δεν· βλ. και λ. είναι. (Ακολουθούν 479 φρ.)·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε, βλ. λ. αντάμα·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- δεν είμαστε (και τίποτα) χτεσινοί! βλ. λ. χτεσινός·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ.χαντούμης·
- εδώ είμαστε! βλ. λ. εδώ·
- εδώ είμαστε ή εδώ θα ’μαστε, βλ. λ. εδώ·
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- είμαι άκαπνος, βλ. λ. άκαπνος·
- είμαι αλάρμ, βλ. λ. αλάρμ·
- είμαι αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- είμαι αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- είμαι αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- είμαι αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
- είμαι άλφα, βλ. λ. άλφα·
- είμαι άλφα άλφα, βλ. λ. άλφα·
- είμαι άκεφος, βλ. λ. άκεφος·
- είμαι ακόμη στον πρόλογο, βλ. λ. πρόλογος·
- είμαι ανάστα ή είμαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- είμαι ανοιγμένος, βλ. λ. ανοιγμένος·
- είμαι ανοιγμένος στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- είμαι ανοιχτά ή είμαστε ανοιχτά, βλ. λ. ανοιχτός·
- είμαι ανοιχτός, βλ. λ. ανοιχτός·
- είμαι ανοιχτός στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- είμαι αντικυκλοφοριακός, βλ. λ. αντικυκλοφοριακός·
- είμαι άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- είμαι άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
- είμαι άουτ, βλ. λ. άουτ·
- είμαι απ ή είμαι στα απ μου, βλ. λ. απ·
- είμαι απ’ τον ύπνο ή είμαι από ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- είμαι απ’ τους απάνω, βλ. λ. απάνω·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με του καλούς, βλ. λ. καλός·
- είμαι απ’ τους κάτω, βλ. λ. κάτω·
- είμαι απέξω, βλ. λ. απέξω·
- είμαι απίκο, βλ. λ. απίκο·
- είμαι από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- είμαι από κάτω του, βλ. λ. κάτω·
- είμαι από πάνω, βλ. λ. πάνω·
- είμαι από πάνω του, βλ. λ. πάνω·
- είμαι από πίσω του, βλ. λ. πίσω·
- είμαι από χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είμαι αποδώ, βλ. λ. αποδώ·
- είμαι αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- είμαι αρόδο, βλ. λ. αρόδο·
- είμαι άσ’ τα να πάνε, βλ. λ. αφήνω·
- είμαι άσος, βλ. λ. άσος·
- είμαι άσχετος, βλ. λ. άσχετος·
- είμαι βάρος, βλ. λ. βάρος·
- είμαι βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- είμαι βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. λ. βασιλιάς·
- είμαι βγαλμένος (απ’ την τάδε σχολή), βλ. λ. βγαλμένος·
- είμαι βέρτζινος, βλ. λ. βέρτζινος·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι για γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- είμαι για κρεμάλα, βλ. λ. κρεμάλα·
- είμαι για κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- είμαι για να ’μαι, είμαι όπως πρέπει, είμαι πανέτοιμος για κάτι: «μ’ αυτή την κουστουμιά που φόρεσα είμαι για να ’μαι και λέω με την ευκαιρία να πάω να γνωρίσω τους γονείς της»· βλ. και φρ. είμαστε για να ’μαστε·
- είμαι για πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- είμαι για σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- είμαι για σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- είμαι γκαγκάν, βλ. λ. γκαγκάν·
- είμαι γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
- είμαι γκολ, βλ. λ. γκολ·
- είμαι γκον, βλ. λ. γκον·
- είμαι διαθέσιμος, βλ. λ. διαθέσιμος·
- είμαι δίπλα του, βλ. λ. δίπλα·
- είμαι δοσμένος, βλ. λ. δοσμένος·
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι, βλ. λ. ψυχή·
- είμαι δράμα, βλ. λ. δράμα·
- είμαι Εγγλέζος, βλ. λ. Εγγλέζος·
- είμαι Εγγλέζος στα ραντεβού μου, βλ. λ. Εγγλέζος·
- είμαι εκτός, βλ. λ. εκτός·
- είμαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είμαι εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- είμαι εκτός νόμου, βλ. λ. νόμος·
- είμαι εκτός συναγωνισμού, βλ. λ. εκτός·
- είμαι εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- είμαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είμαι ένα πτώμα και μισό, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι ένδον, βλ. λ. ένδον·
- είμαι ενήμερος, βλ. λ. ενήμερος·
- είμαι εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- είμαι εντός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είμαι εξ επαγγέλματος (κάτι), βλ. λ. επάγγελμα·
- είμαι εξόδου, βλ. λ. εξόδου·
- είμαι έξτρα, βλ. λ. έξτρα·
- είμαι έξτρα πρίμα, βλ. λ. έξτρα πρίμα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- είμαι ζεσταμένος, βλ. λ. ζεσταμένος·
- είμαι ζεστός, βλ. λ. ζεστός·
- είμαι ζόρικα, βλ. λ. ζόρικος·
- είμαι Θεός, βλ. λ. Θεός·
- είμαι ιν, βλ. λ. ιν·
- είμαι ίσα ίσα, βλ. λ. ίσα·
- είμαι καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- είμαι καβαλάρης, βλ. λ. καβαλάρης·
- είμαι και τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- είμαι καλά, βλ. λ. καλός·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. λ. χέρι
- είμαι καμπαλέρος, βλ. λ. καμπαλέρος·
- είμαι κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- είμαι καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- είμαι κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
- είμαι καπούτ, βλ. λ. καπούτ·
- είμαι κάπως, βλ. λ. κάπως·
- είμαι κάργα, βλ. λ. κάργα·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- είμαι κάσα ή είμαι στην κάσα, βλ. λ. κάσα·
- είμαι κάτι, βλ. λ. κάτι·
- είμαι κάτι (για κάποιον), βλ. λ. κάτι·
- είμαι κλειστά, βλ. λ. κλειστός·
- είμαι κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
- είμαι κούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- είμαι κούκλος, βλ. λ. κούκλος·
- είμαι κουλ, βλ. λ. κουλ·
- είμαι κουλαρισμένος, βλ. λ. κουλαρισμένος·
- είμαι κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
- είμαι κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- είμαι κροκόδειλος, βλ. λ. κροκόδειλος·
- είμαι κύριος, βλ. λ. κύριος·
- είμαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- είμαι λέσι, βλ. λ. λέσι·
- είμαι λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- είμαι λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- είμαι μ’ άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- είμαι μ’ άδειο ντεπόζιτο, βλ. λ. ντεπόζιτο·
- είμαι μ’ άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- είμαι μαλωμένος (με κάτι), βλ. λ. μαλωμένος·
- είμαι με άδεια, βλ. λ. άδεια·
- είμαι με παρέα, βλ. λ. παρέα·
- είμαι με τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- είμαι με τα νεύρα στην πρίζα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι με το μέρος του, βλ. λ. μέρος·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι με το πιστόλι στον κρόταφο, βλ. λ. κρόταφος·
- είμαι με το σεις και με το σας, μιλώ με μεγάλη ευγένεια, είμαι γλυκομίλητος: «είμαι ο μόνος φίλος του που συμπαθούν οι γονείς του, γιατί είμαι πάντα με το σεις και με το σας»·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είμαι μείον, βλ. λ. μείον·
- είμαι μέσα, βλ. λ. μέσα·
- είμαι μέσα για μέσα, βλ. λ. μέσα·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι μέσα στα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. λ. πυρ·
- είμαι μετέωρος, βλ. λ. μετέωρος·
- είμαι μέχρι εδώ απάνω ή είμαι ως εδώ απάνω, βλ. λ. απάνω·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέχρι το λαιμό ή είμαι ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μία ή άλλη ή μια την άλλη, βλ. λ. άλλος·
- είμαι μια τρέλα ή είμαι τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- είμαι μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, βλ. λ. χαρά·
- είμαι μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. μούσκεμα·
- είμαι μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είμαι μπάνκα ή είμαι στην μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- είμαι μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- είμαι μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- είμαι νεκρός, βλ. λ. νεκρός·
- είμαι νέτος, βλ. λ. νέτος·
- είμαι νέτος σκέτος, βλ. λ. νέτος·
- είμαι νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- είμαι ντάουν ή είμαι στα ντάουν μου, βλ. λ. ντάουν·
- είμαι ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
- είμαι ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
- είμαι ξεβράκωτος, βλ. λ. ξεβράκωτος·
- είμαι ξεκρέμαστος, βλ. λ. ξεκρέμαστος·
- είμαι ξερός, βλ. λ. ξερός·
- είμαι ο πιο άλφα από τους άλφα, βλ. λ. άλφα·
- είμαι ο τελευταίος που θα…, βλ. λ. τελευταίος·
- είμαι οκέι, βλ. λ. οκέι·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι όλο(ς) μάτια, βλ. λ. μάτι·
- είμαι όλο(ς) νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι οφ, βλ. λ. οφ·
- είμαι οφσάιντ, βλ. λ. οφσάιντ·
- είμαι παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- είμαι παιχνίδι (κάποιου), βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι πανί με πανί ή είμαι πανί με το πανί, βλ. λ. πανί·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- είμαι πάνω στα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- είμαι πάνω στη βράση μου, βλ. λ. βράση·
- είμαι πασάς, βλ. λ. πασάς·
- είμαι πασάς στα Γιάννενα, βλ. λ. πασάς·
- είμαι πάτος, βλ. λ. πάτος·
- είμαι πάτσι ή είμαι πάτσι και πόστα, βλ. λ. πάτσι·
- είμαι περαστικός, βλ. λ. περαστικός·
- είμαι περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
- είμαι πήχτρα, βλ. λ. πήχτρα·
- είμαι πίσω από (κάποιον ή από κάτι), βλ. λ. πίσω·
- είμαι πίτα, βλ. λ. πίτα·
- είμαι πίτας, βλ. λ. πίτας·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- είμαι που είμαι…, βρίσκομαι σε μεγάλο βαθμό σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη: «είμαι που είμαι άφραγκος, μου ζητάς κι εσύ δανεικά»· βλ. και φρ. είναι που είναι, λ. είναι·
- είμαι, που να μην ήμουν, δηλώνει δυσφορία για κάποια ιδιότητα ή κατάστασή μας, γιατί δε μας βγαίνει ή δε μας βγήκε σε καλό: «είμαι, που να μην ήμουν ανοιχτοχέρης κι έμεινα χωρίς φράγκο || είμαι, που να μην ήμουν μπεκρής και γίνομαι κάθε τόσο ρεζίλι στη γειτονιά»·
- είμαι πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), βλ. λ. πυρ·
- είμαι ράκος, βλ. λ. ράκος·
- είμαι ρέστος, βλ. λ. ρέστος·
- είμαι ρετρό, βλ. λ. ρετρό·
- είμαι ρέφος, βλ. λ. ρέφος·
- είμαι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. λ. μέρα
- είμαι σ’ επαφή (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- είμαι σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- είμαι σαν ξεκούρντιστη λατέρνα, βλ. λ. λατέρνα·
- είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. λ. ψάρι·
- είμαι σε άδεια, βλ. λ. άδεια·
- είμαι σε αναμονή, βλ. λ. αναμονή·
- είμαι σε αποχή, βλ. λ. αποχή·
- είμαι σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- είμαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. γάμος·
- είμαι σε θέση να..., βλ. λ. θέση·
- είμαι σε κακά χάλια ή είμαι σε κακό χάλι, βλ. λ. χάλι·
- είμαι σε κακή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι σε λούκι ή είμαι στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- είμαι σε στάση αναμονής, βλ. λ. στάση·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι σε φόρμα, βλ. λ. φόρμα·
- είμαι σκαστός, βλ. λ. σκαστός·
- είμαι σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είμαι σκατά κι απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- είμαι σκέτος, βλ. λ. σκέτος·
- είμαι σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
- είμαι σκνίπας, βλ. λ. σκνίπας·
- είμαι σκοπός, βλ. λ. σκοπός·
- είμαι σόλο, βλ. λ. σόλο·
- είμαι σότος, βλ. λ. σότος·
- είμαι σούπα, βλ. λ. σούπα·
- είμαι σούρα, βλ. λ. σούρα·
- είμαι σούρας, βλ. λ. σούρας·
- είμαι σούστα, βλ. λ. σούστα·
- είμαι σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- είμαι στ’ αλκόλια, βλ. λ. αλκόλ·
- είμαι στ’ απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- είμαι στ’ άσπρα, βλ. λ. άσπρα·
- είμαι στα αχ και βαχ, βλ. λ. αχ·
- είμαι στα βήματα (κάποιου), βλ. λ. βήμα·
- είμαι στα γούστα (μου), βλ. λ. γούστο·
- είμαι στα γράδα μου, βλ. λ. γράδο·
- είμαι στα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- είμαι σταθερός στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είμαι στα ίχνη (κάποιου), βλ. λ. ίχνος·
- είμαι στα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- είμαι στα καράτια μου, βλ. λ. καράτι·
- είμαι στα καρφιά, βλ. λ. καρφί·
- είμαι στα κάτω μου, βλ. λ. κάτω·
- είμαι στα κέφια (μου), βλ. λ. κέφι·
- είμαι στα κόκκινα, βλ. λ. κόκκινος·
- είμαι στα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- είμαι στα λογικά μου, βλ. λ. λογικό·
- είμαι στα μαύρα μου τα χάλια ή είμαι στο μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- είμαι στα μεράκια (μου), βλ. λ. μεράκι·
- είμαι στα μπάγια μου, βλ. λ. μπάγια·
- είμαι στάμπαϊ ή είμαι σταμπάι, βλ. λ. στάμπαϊ·
- είμαι στα μπετά, βλ. λ. μπετόν·
- είμαι στα μπουρίνια μου, βλ. λ. μπουρίνι·
- είμαι στα ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- είμαι στα ντουζένια (μου), βλ. λ. ντουζένι·
- είμαι στα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- είμαι στα πανιά, βλ. λ. πανί·
- είμαι στα πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- είμαι στα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- είμαι στα πρώτα μου βήματα, βλ. λ. βήμα·
- είμαι στα σκληρά, βλ. λ. σκληρά·
- είμαι στα σπάργανα, βλ. λ. σπάργανα·
- είμαι στα συγκαλά μου, βλ. λ. συγκαλά·
- είμαι στα τελειώματα, βλ. λ. τελείωμα·
- είμαι στα τσιμέντα, βλ. λ. τσιμέντο·
- είμαι στα χνάρια (κάποιου), βλ. λ. χνάρι·
- είμαι στα ωραία μου, βλ. λ. ωραίος·
- είμαι σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
- είμαι στεγνός, βλ. λ. στεγνός·
- είμαι στενός, βλ. λ. στενός·
- είμαι στη γύρα, βλ. λ. γύρα·
- είμαι στη διάθεση σου, βλ. λ. διάθεση·
- είμαι στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- είμαι στη μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- είμαι στη σκέψη του, βλ. λ. σκέψη·
- είμαι στη στέγνα, βλ. λ. στέγνα·
- είμαι στη σύνταξη, βλ. λ. σύνταξη·
- είμαι στη συντήρηση, βλ. λ. συντήρηση·
- είμαι στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- είμαι στην αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- είμαι στην άσπρη, βλ. λ. άσπρη·
- είμαι στην εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- είμαι στην κόψη του ξυραφιού, βλ. λ. κόψη·
- είμαι στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είμαι στην ξενέρα, βλ. λ. ξενέρα·
- είμαι στην ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- είμαι στην παρανομία, βλ. λ. παρανομία·
- είμαι στην πείνα, βλ. λ. πείνα·
- είμαι στην πένα, βλ. λ. πένα·
- είμαι στην πίεση, βλ. λ. πίεση·
- είμαι στην πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- είμαι στην πρέσα, βλ. λ. πρέσα·
- είμαι στην τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- είμαι στην τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- είμαι στην τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- είμαι στην τσίλια, βλ. λ. τσίλια·
- είμαι στην τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- είμαι στην ψύχρα, βλ. λ. ψύχρα·
- είμαι στις αραξιές μου, βλ. λ. αραξιά·
- είμαι στις διαταγές του, βλ. λ. διαταγή·
- είμαι στις δόξες μου, βλ. λ. δόξα·
- είμαι στις ζοχάδες μου, βλ. λ. ζοχάδα·
- είμαι στις κακές μου, βλ. λ. κακός·
- είμαι στις καλές μου, βλ. λ. καλός·
- είμαι στις κλειστές μου, βλ. λ. κλειστός·
- είμαι στις μαύρες μου, βλ. λ. μαύρος·
- είμαι στις σφιχτές μου, βλ. λ. σφιχτός·
- είμαι στο άλφα, βλ. λ. άλφα·
- είμαι στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
- είμαι στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
- είμαι στο απροχώρητο, βλ. λ. απροχώρητο·
- είμαι στο γκέμι ή είμαι στα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- είμαι στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι στο έλεός του, βλ. λ. έλεος·
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είμαι στο ζερό, βλ. λ. ζερό·
- είμαι στο θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- είμαι στο καντίνι, βλ. λ. καντίνι·
- είμαι στο καραντουζένι ή είμαι στα καραντουζένια μου, βλ. λ. καραντουζένι·
- είμαι στο κέφι (μου), βλ. λ. κέφι·
- είμαι στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- είμαι στο κουπί, βλ. λ. κουπί·
- είμαι στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- είμαι στο λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ. λ. λάκκος·
- είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- είμαι στο μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- είμαι στο νοίκι, βλ. λ. νοίκι·
- είμαι στο νυν και αεί, βλ. λ. νυν και αεί·
- είμαι στο πέναλτι, βλ. λ. πέναλτι·
- είμαι (στο) πλάι του, βλ. λ. πλάι·
- είμαι στο πλευρό του, βλ. λ. πλευρό·
- είμαι στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είμαι στο πόδι όλη  μέρα ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα, βλ. λ. πόδι·
- είμαι στο πόδι όλη νύχτα ή είμαι στο πόδι όλη τη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- είμαι στο πόδι του, βλ. λ. πόδι·
- είμαι στο πόστο μου, βλ. λ. πόστο·
- είμαι στο ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- είμαι στο στοιχείο μου, βλ. λ. στοιχείο·
- είμαι στο στόχαστρο (κάποιου), βλ. λ. στόχαστρο·
- είμαι στο στρώμα, βλ. λ. στρώμα·
- είμαι στο σύρε κι έλα, βλ. λ. σέρνω·
- είμαι στο τελευταίο στάδιο, βλ. λ. στάδιο·
- είμαι στο τελικό στάδιο, βλ. λ. στάδιο·
- είμαι στο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- είμαι στο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- είμαι στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- είμαι στο χάλι μου ή είμαι στο κακό μου το χάλι ή είμαι στο μαύρο μου το χάλι ή είμαι στα χάλια μου ή είμαι στα κακά μου τα χάλια ή είμαι στα μαύρα μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είμαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στόχος, βλ. λ. στόχος·
- είμαι στον αέρα, (για τηλεόραση, ραδιόφωνο) βλ. λ. αέρας·
- είμαι στον άσο, βλ. λ. άσος·
- είμαι στον έβδομο ουρανό ή είμαι στους εφτά ουρανούς, βλ. λ. ουρανός·
- είμαι στον ίσκιο, βλ. λ. ίσκιος·
- είμαι στον κασμά, βλ. λ. κασμάς·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είμαι στουπί, βλ. λ. στουπί·
- είμαι στους ορισμούς του, βλ. λ. ορισμός·
- είμαι στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- είμαι τάπα, βλ. λ. τάπα·
- είμαι ταπί, βλ. λ. ταπί·
- είμαι τέζα, βλ. λ. τέζα·
- είμαι της γνώμης, βλ. λ. γνώμη·
- είμαι της ιδέας, βλ. λ. ιδέα·
- είμαι τίγκα, βλ. λ. τίγκα·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι τίρος, βλ. λ. τίρος·
- είμαι του δημοτικού, βλ. λ. δημοτικό·
- είμαι του θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
- είμαι τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
- είμαι τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
- είμαι τσεντές, βλ. λ. τσεντές·
- είμαι τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- είμαι τύφλας, βλ. λ. τύφλας·
- είμαι υπ’ ατμόν, βλ. λ. ατμός·
- είμαι υπέρ, βλ. λ. υπέρ·
- είμαι υπέρ του, βλ. λ. υπέρ·
- είμαι υπό, βλ. λ. υπό·
- είμαι υπό σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- είμαι φάουλ, βλ. λ. φάουλ·
- είμαι φέρτε, βλ. λ. φέρτε·
- είμαι φέσι, βλ, φέσι·
- είμαι φέτα, βλ. λ. φέτα·
- είμαι φίσκα, βλ. λ. φίσκα·
- είμαι φίσκα από τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι φλου, βλ. λ. φλου·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι φουλ, βλ. λ. φουλ·
- είμαι φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- είμαι χάι ή είμαι στα χάι μου ή είμαι στο χάι μου, βλ. λ. χάι·
- είμαι χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είμαι χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- είμαι χρεωμένος, βλ. λ. χρεωμένος·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τα μπούνια ή είμαι χρεωμένος ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό ή είμαι χρεωμένος ως το λαιμό, βλ. λ.λαιμός·
- είμαι χύμα, βλ. λ. χύμα·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, βλ. λ.λαιμός·
- είμαι χωρίς μία, βλ. λ. μία·
- είμαι ψημένος, βλ. λ. ψημένος·
- είμαι ψόφιος απ’ τη δίψα, βλ. λ. δίψα·
- είμαι ψόφιος απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- είμαι ψόφιος απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- είμαι ψόφιος για…, βλ. λ. ψόφιος·
- είμαι ψώνιο, βλ. λ. ψώνιο·
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, βλ. λ. τίποτα·
- είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
- είμαστε αβγοτάραχο, βλ. λ. αβγοτάραχο·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- είμαστε ανοιχτά, βλ. λ. ανοιχτός·
- είμαστε γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- είμαστε για να ’μαστε, βρίσκομαι σε πολύ άσχημη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς είσαι ή πώς πας ή πώς τα πας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. είμαι για να ’μαι·
- είμαστε ίσα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- είμαστε κλειστά, βλ. λ. κλειστός·
- είμαστε μακριά, βλ. λ. μακριά·
- είμαστε παρεξηγημένοι, βλ. λ. παρεξηγημένος·
- είμαστε πάτσι ή είμαστε πάτσι και πόστα, βλ. λ. πάτσι·
- είμαστε στα παζάρια, βλ. λ. παζάρι·
- είμαστε στην ίδια μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- είμαστε στις αγάπες μας, βλ. λ. αγάπη·
- είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- είμαστε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- είμαστε τα ίδια σκατά ή τα ίδια σκατά είμαστε, βλ. λ. σκατά·
- είμαστε τα ψαράκια τίποτα, βλ. λ. ψαράκι·
- είμαστε τώρα για τέτοια; βλ. λ. τέτοιος·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- είμαστε χεσμένοι, βλ. λ. χεσμένος·
- εμείς άνθρωποι δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), βλ. λ. άνθρωπος·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- ήμουν, είμαι και θα είμαι, έκφραση με την οποία καυχιέται κάποιος για το οποιοδήποτε παρελθόν του και προδιαγράφει ευχαριστημένος την ίδια στάση και στο μέλλον: «ήμουν, είμαι και θα είμαι μπεκρής || ήμουν, είμαι και θα είμαι Έλληνας». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και κομπίνες ο Αγαθοκλής πότε λέει είν’ επιστήμων, πότε πωλητής κι όταν πεις γι’ αυτόν κουβέντα σου πετάει ευθύς ήμουν. Είμαι και θα είμαι ο Αγαθοκλής
- κι αν είσαι κι αν δεν είσαι, μου είναι αδιάφορο ποιος είσαι ή ποια θέση έχεις στην κοινωνία: «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ που μου μιλάς έτσι; -Κι αν είσαι κι αν δεν είσαι». (Κυπριακό τραγούδι: κι αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί, εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. λ. γαμιάς·
- να ’μαι από καμιά μεριά! ή να ’μουν από καμιά μεριά! βλ. λ. μεριά·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι είμαστε περαστικοί σ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί σ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- παιδιά είμαστε! βλ. λ. παιδί·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, βλ. λ. σήμερα·
- τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου; βλ. λ. φιλόπτωχος·
- χτεσινοί είμαστε; βλ. λ. χτεσινός.