δωδεκάτη, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. δωδέκατος], ιδίως εύχρ. στις φρ. ήρθε η δωδεκάτη (ενν. ώρα), ήρθε τελευταία στιγμή, το τελευταίο χρονικό περιθώριο: «μη μας κάνεις τώρα τον έξυπνο που έχεις το πάνω χέρι, γιατί θα ’ρθει κάποτε η δωδεκάτη που θ’ αποκαλυφθεί η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Κωστάκη ανοιχτομάτη που όλο έψαχνες για κάτι, ήρθε όμως η δωδεκάτη και σε πούλησε ο καιρός).