δωδεκάρι, το, ουσ. [αριθμητ. δώδεκα], το δωδεκάρι· η δεύτερη κατά σειρά επιτυχίας πρόβλεψη στο προπό, μετά το δεκατριάρι·
- βγάζω δωδεκάρι, βλ. φρ. πιάνω δωδεκάρι·
- πιάνω δωδεκάρι, κάνω λάθος στην πρόβλεψη του αποτελέσματος ενός αγώνα και χάνω το δεκατριάρι, με αποτέλεσμα να κερδίσω μεν, λιγότερα όμως χρήματα: «ο τάδε έπιασε δωδεκάρι».