δυνατότητα, η, ουσ. [<δυνατός + κατάλ. -ότητα], η δυνατότητα·
- στο μέτρο των δυνατοτήτων (κάποιου), βλ. φρ. στο μέτρο του δυνατού, λ. δυνατός.