δρασκελιά, η, ουσ. [<δρασκελίζω + κατάλ. -ιά], μεγάλο βήμα για να προχωρήσουμε γρήγορα ή για να υπερπηδήσουμε ένα εμπόδιο, μεγάλος βηματισμός: «πέρασε με μια δρασκελιά πάνω απ’ το φράχτη || επειδή βιαζόταν, προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές»·
- μια δρασκελιά, πάρα πολύ μικρή έκταση ή πάρα πολύ κοντινή απόσταση, που μπορούμε να την καλύψουμε με μα μόνο δρασκελιά: «πετάξου μέχρι το σπίτι μου, μια δρασκελιά δρόμος είναι!». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό τ’ αγόρι με τα μάτια τα μελιά κάνει τον κόσμο μια δρασκελιά κι ανάβει τ’ άστρο που έχω βαθιά μου. Χέρια ζεστά μου, μπράτσα σπαθιά μου).