δούλεμα, το, ουσ. [<αρχ. δούλευμα <δουλεύω], το δούλεμα. 1. η επεξεργασία, η κατεργασία: «μέχρι στιγμής είμαι ικανοποιημένος, αλλά θέλει ακόμη δούλεμα η μακέτα μέχρι να την παραδώσω». 2. (για μηχανήματα) η λειτουργία: «σταμάτησε το δούλεμα του ρολογιού κι έτσι δε χτύπησε το ξυπνητήρι». 3. το πείραγμα, η κοροϊδία, το κούρντισμα: «μόλις τέλειωσε το παραμύθι με την γκόμενα, του αρχίσαμε όλοι το δούλεμα». 4. το ξεγέλασμα, η εξαπάτηση: «δεν είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, γι’ αυτό είναι εύκολος στο δούλεμα»·
- του κάνω δούλεμα, α. τον πειράζω, τον κοροϊδεύω: «μια ώρα του κάνω δούλεμα κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα». β. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «του ’κανα τέτοιο δούλεμα, που το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του ρίχνω δούλεμα, βλ. φρ. του κάνω δούλεμα·
- τρώω δούλεμα, α. δέχομαι τα πειράγματα κάποιου ή κάποιων και νευριάζω: «όταν χάνει η ομάδα του, τρώει δούλεμα απ’ όλη την παρέα και τον κάνουν χάζι». β. ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «είναι τόσο αφελής, που μπορεί να φάει δούλεμα κι από ένα μικρό παιδί».