δοσμένος κ. δομένος, -η, -ο επίθ. [μτχ. του ρ. δίνω]. 1. που είναι εκχωρημένος, παραχωρημένος, προσφερμένος, πουλημένος: «από ποιον σου είναι δοσμένο αυτό το πράγμα;». 2. που είναι απονεμημένος: «η διάκριση αυτή σου είναι δοσμένη απ’ το σύλλογό μας»·
- είμαι δοσμένος, βλ. φρ. την έχω δοσμένη·
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι, βλ. λ. ψυχή·  
-την έχω δοσμένη, α. είμαι ευχαριστημένος: «την έχω δοσμένη μ’ αυτή την όμορφη μουσική». β. βρίσκομαι σε ευχάριστη ψυχική κατάσταση από την κατανάλωση ικανής ποσότητας οινοπνευματώδους ποτού ή από τη χρήση ναρκωτικού: «τώρα ζήτα του ό,τι θέλεις, γιατί την έχει δοσμένη απ’ την πρέζα που τράβηξε». γ. είμαι εκνευρισμένος: «μην του μιλάς, γιατί την έχει δοσμένη». δ. είμαι έτοιμος να φύγω, όπου να ’ναι φεύγω, να, φεύγω: «δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα τώρα, γιατί την έχω ήδη δοσμένη».