δισάκι, το, ουσ. [<μτγν. δισάκκιον], δυο μικροί σάκοι καμωμένοι από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα ενωμένοι στο επάνω μέρος τους με μια πλατιά λωρίδα, που τους κρεμούσαν από τον ώμο, ο ένας σάκος ερχόταν μπροστά και ο άλλος πίσω, και τους χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά ατομικών ειδών: «στο δισάκι που κουβαλούσε είχε όλα του τα υπάρχοντα». (Τραγούδι: το δισάκι μου στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο
- κρεμάει ψηλά το δισάκι του, α. επιχειρεί, επιδιώκει κάτι που είναι πέρα και πάνω από τις δυνάμεις του, από τις δυνατότητές του: «απ’ τη μέρα που κέρδισε κάτι λεφτουδάκια, κρεμάει ψηλά το δισάκι του, γιατί καταπιάνεται με μεγάλες δουλειές και θα το φάει το κεφάλι του». β. είναι ακατάδεκτος, ψηλομύτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, κρεμάει ψηλά το δισάκι του και δε μας λέει καλημέρα»·
- με το γιασάκι γεμίζει το δισάκι, βλ. λ. γιασάκι