διπλώνω, ρ. [<αρχ. διπλόω -ῶ <διπλόος -οῦς], διπλώνω. 1. καταφέρνω, τυλίγω, ξεγελώ, εξαπατώ κάποιον: «δεν ήθελε να του δώσει δανεικά, όμως από δω τον είχε, από κει τον είχε, τον δίπλωσε και του τα πήρε». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν δεις καμιά κοπέλα της κολλάς σαν την αβδλέλλα, με τα κόλπα σου ζυγώνεις αλανιάρη τη διπλώνεις). 2. συγκαλύπτω, αποκρύβω, ιδίως ένοχη ή παράνομη πράξη: «στο χέρι σου είναι να διπλώσεις την υπόθεση και να τη βάλεις στο αρχείο». 3. χρησιμοποιώ τεχνητά μέσα για να αποκρύψω ή για να προσδώσω σοβαροφάνεια, ιδίως σε παράνομη δουλειά: «αν θέλεις εσύ, διπλώνεις έτσι τη δουλειά, ώστε να φαίνεται νόμιμη». 4. (για νταλίκες) το όχημα που ρυμουλκώ έρχεται και κάθεται κάθετα στο δρόμο, ύστερα από απότομο ή επίμονο φρενάρισμα: «όπως φρενάρισε ο οδηγός, ήρθε και δίπλωσε η νταλίκα κι ευτυχώς που δεν υπήρχε κίνηση στο δρόμο». (για ταξιτζήδες) ενώ έχω έναν επιβάτη, κατά τη διάρκεια της διαδρομής παίρνω και άλλον: «πήγα από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη και δε δίπλωσα ούτε μια φορά». 5. στο γ΄ εν. πρόσ. διπλώνει,(στη γλώσσα των μηχανόβιων) η μοτοσικλέτα παρουσιάζει ανεπιθύμητη, δυσάρεστη κατάσταση στο σύστημα διεύθυνσης, που οφείλεται σε λάθος χειρισμό ή απότομο φρενάρισμα: «όπως πήρα πολύ κλειστά τη στροφή, δίπλωσε και παραλίγο ν’ αγόραζα οικόπεδο»·
- διπλώνω σαν σίγμα τελικό ή διπλώνω σαν τελικό σίγμα, βλ. λ. σίγμα·
- τον διπλώνω ή τον διπλώνω στα δυο, α. τον χτυπώ με τη γροθιά μου στο στομάχι και τον αναγκάζω να μαζευτεί στα δυο από τον πόνο, τον κάνω δυο δίπλες: «με τη γροθιά που του ’δωσα, τον δίπλωσα στα δυο». β. τον νικώ, τον κατανικώ: «τι να τα βάλω μαζί του, αφού τον διπλώνω στα δυο όποια ώρα θέλω».