δίπλα, η, ουσ. [<ρ. διπλώνω (υποχωρητ.]. 1. τεχνητή πτυχή σε ρούχο ή σε ύφασμα: «το φόρεμά της είχε όλο δίπλες». Συνών. πιέτα, σούρα, τσάκιση. 2.παραδοσιακό γλύκισμα, που γίνεται με φύλλο διπλωμένο σε ρολό. 3. συνήθως στον πλ. οι δίπλες, τα παχάκια γύρω από το στομάχι: «τον είδα το καλοκαίρι στην παραλία και τον λυπήθηκα με τόσες δίπλες που έχει κάνει»·
- γίνομαι δυο δίπλες, α. υποφέρω από έντονο στομαχόπονο, που αναγκάζομαι να διπλώσω στα δυο: «μ’ έπιασε τέτοιος πόνος στο στομάχι, που έγινα δυο δίπλες». β. δέχομαι δυνατό χτύπημα στο στομάχι που με αναγκάζει να διπλωθώ στα δυο: «έφαγε τέτοια μπουνιά στο στομάχι, που έγινε δυο δίπλες». γ. δείχνω μεγάλη προθυμία, μεγάλη διάθεση να εξυπηρετήσω κάποιον: «έγινε δυο δίπλες το παιδί να μας βρει ξενοδοχείο»·
- τον κάνω δυο δίπλες, α. τον χτυπώ δυνατά με την γροθιά μου στο στομάχι (και πιο σπάνια με το πόδι μου) που τον αναγκάζω να διπλωθεί στα δυο από τον πόνο: «του ’δωσα μια με τ’ αριστερό στο στομάχι και τον έκανα δυο δίπλες». β. τον νικώ, τον κατανικώ: «τον κάνω δυο δίπλες όποια ώρα θέλω».