δικαίωμα, το, ουσ. [<αρχ. δικαίωμα <δικαιόω-ῶ], το δικαίωμα. 1. το νόμιμο μερτικό: «έχω κι εγώ δικαίωμα στην περιουσία του πατέρα μου». 2. η άδεια που δίνεται σε κάποιον να κάνει κάτι: «ποιος σου ’δωσε το δικαίωμα να μπεις μέσα;». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η άδεια που ζητάει ο παίχτης από το καρέ να σκεφτεί για λίγο πώς θα παίξει, κάτι που κατά κανόνα παίρνει, και, κατ’ επέκταση, η άδεια που ζητάει κάποιος από κάποιον ή κάποιους να σκεφτεί για λίγο πριν προβεί σε κάποια ενέργειά του·
- ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- γυρεύω το δικαίωμα ή γυρεύω δικαιώματα, απαιτώ ό,τι δικαιούμαι, έχω απαιτήσεις: «γυρεύει το δικαίωμα, να πάρει κι αυτός άδεια για διακοπές || γυρεύει δικαιώματα, σαν όλους τους δημοκρατικούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: μαζί σου για να μπερδευτώ γλεντζές πρέπει να είσαι· για να με γυρίζεις ως τα ξημερώματα και πολλά να μη γυρεύεις δικαιώματα
- δικαίωμά μου, λέγεται από κάποιον που ενεργεί ή συμπεριφέρεται όπως αυτός νομίζει ή κρίνει σωστό: «γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο; - Δικαίωμά μου»·
- δικαίωμα στη διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. λ. άνθρωπος·
- δίνω δικαίωμα ή δίνω δικαιώματα (ενν. για σχόλια), δημιουργώ προϋποθέσεις ή αφορμές για σχόλια σε βάρος μου, από άστοχη ενέργεια ή ανάρμοστη συμπεριφορά μου: «με τις κακές παρέες που κάνεις, δίνεις δικαίωμα στον κόσμο να σε σχολιάζει || όταν σε βλέπουν στη γειτονιά να γυρίζεις κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι, δίνεις δικαιώματα στον κόσμο να σε κακολογεί». (Λαϊκό τραγούδι: δικαιώματα δε δίνω,ίχνη πίσω δεν αφήνω κι αν τις νύχτες ξενυχτάω, πάντα σπίτι μου γυρνάω
- δίνω το δικαίωμα (σε κάποιον), επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι: «ποιος σου ’δωσε το δικαίωμα να μπεις μέσα;»·
- είναι δικαίωμά μου, α. είναι προσωπική μου υπόθεση, προσωπική μου επιλογή: «είναι δικαίωμά μου με ποιον θα κάνω παρέα και με ποιον όχι». β. ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «εδώ δεν περνάει ο λόγος σου, γιατί είναι δικαίωμά μου να προστάζω τους εργάτες». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σου κάνω φύλακα που ’ναι δικαίωμά σου, τα σίδερα της φυλακής και τα κλειδιά δικά σου! 
- έχω δικαίωμα ή έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι: «όλοι έχουν το δικαίωμα της μηνιαίας καλοκαιρινής άδειας». (Λαϊκό τραγούδι: έχω δικαίωμα κι εγώ μες στη ζωή· θέλω χαρούμενα σαν άνθρωπος να ζήσω· δε σε παντρεύτηκα να μ’ έχεις φυλακή και σε μια κάμαρη τα νιάτα μου να κλείσω   
- κεκτημένο δικαίωμα, το οποιοδήποτε δικαίωμα, ιδίως εργαζομένου, που έχει κατακτηθεί με αγώνες και θεωρείται αναφαίρετο και μη διαπραγματεύσιμο: «αν επιχειρήσει η κυβέρνηση να θίξει τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων, θα βρει αντιμέτωπη όλη την εργατιά».