διαμέτρημα, το, ουσ. [<διαμετρώ], το διαμέτρημα· το ποιοτικό επίπεδο κάποιου, η αξία του, το κύρος του: «τώρα που τον βάλαμε στην παρέα μας, τώρα θα καταλάβουμε τι διαμετρήματος άνθρωπος είναι»·
- είναι μεγάλου διαμετρήματος, α. έχει μεγάλο κύρος, είναι πολύ άξιος, πολύ σπουδαίος: «είναι συγγραφέας μεγάλου διαμετρήματος || είναι επιστήμονας μεγάλου διαμετρήματος». β. είναι πολύ χοντρός: «δεν τολμώ να τα βάλω μαζί του, γιατί είναι μεγάλου διαμετρήματος || συνόδευε μια κυρία μεγάλου διαμετρήματος, που πήγαινε σαν σπασμένη βάρκα»·
- είναι μικρού διαμετρήματος, α. δεν είναι πολύ άξιος, πολύ σπουδαίος, έχει λιγοστό κύρος: «δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό, γιατί είναι συγγραφέας μικρού διαμετρήματος». β. είναι λεπτός, αδύνατος: «αν κάνει πως μαλώνει μαζί μου, θα φάει της χρονιάς του, γιατί, όπως βλέπεις, είναι μικρού διαμετρήματος».