διαλεγμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. διαλέγω], διαλεγμένος· που από ένα σύνολο διαλέχτηκαν τα χρήσιμα και απόμειναν τα άχρηστα: «πήγα με το τέλος των εκπτώσεων στην αγορά και δεν αγόρασα τίποτα, γιατί ήταν όλα διαλεγμένα»· 
- είναι διαλεγμένα ένα κι ένα, (για εμπορεύματα ή αντικείμενα) έχουν παρθεί τα πιο εκλεκτά από ένα σύνολο: «τα μήλα είναι διαλεγμένα ένα κι ένα || τα έπιπλα ήταν διαλεγμένα ένα κι ένα»·
- είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας, α. είναι από ένα σύνολο οι πιο εκλεκτοί: «στη δεξίωση ήταν διαλεγμένοι ένας κι ένας». β. σε τόνο ειρωνικό ή κοροϊδευτικό σημαίνει εντελώς το αντίθετο: «σήμερα στο καφενείο είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας», δηλ. όλοι οι απατεώνες, όλες οι λέρες. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ ή το τι να σου πω.