δίαιτα, η, ουσ. [<αρχ. δίαιτα], η δίαιτα. 1. τρόπος ζωής: «ο γιατρός μου σύστησε ν’ αλλάξω δίαιτα, ξέρεις τώρα, τα γνωστά, να κόψω το κάπνισμα, το ποτό, το ξενύχτι και ν’ αρχίσω να αθλούμαι». 2. η στέρηση των αναγκαίων αγαθών ή απολαύσεων λόγω έλλειψης χρημάτων: «τον τελευταίο καιρό με τις αναπαραδιές που με δέρνουν, έχω τρελαθεί στη δίαιτα». Από την εικόνα του αρρώστου, που υποχρεωτικά διατρέφεται συντηρητικά·
- είμαι στη δίαιτα, περνώ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και για το λόγο αυτό δεν απολαμβάνω τη ζωή: «απ’ τον καιρό που έπεσα έξω στη δουλειά, είμαι συνεχώς στη δίαιτα»·
- μ’ έχει στη δίαιτα, (και για τα δυο φύλα) το ερωτικό μου ταίρι μου στερεί τη σεξουαλική επαφή, ιδίως για λόγους συνετισμού ή τιμωρίας: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μ’ έχει στη δίαιτα η άτιμη». Συνών. μ’ έχει στην πείνα·
- μ’ έχουν στη δίαιτα, με απομονώνουν από την παρέα, δε με συναναστρέφονται: «επειδή νομίζουν πως τους κάρφωσα, μ’ έχουν στη δίαιτα». Συνών. δε με παίζουν·
- με βάζει στη δίαιτα, βλ. φρ. μ’ έχει στη δίαιτα·
- με βάζουν στη δίαιτα, βλ. φρ. μ’ έχουν στη δίαιτα·
- το ρίχνω στη δίαιτα, τρώω συντηρητικά ή επιλεγμένα είτε για λόγους υγείας είτε για λόγους αδυνατίσματος: «κάθε φορά που πονάει το στομάχι μου, το ρίχνω στη δίαιτα || θα το ρίξω στη δίαιτα, γιατί παραπάχυνα»·
- τον βάζω στη δίαιτα, βλ. φρ. τον έχω στη δίαιτα·
- τον έχω στη δίαιτα, παύω να τον κάνω παρέα ή παύω να τον βοηθώ οικονομικά για διάφορους λόγους: «επειδή ποτέ δε μου ’κανε ούτε ένα χατίρι, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω στη δίαιτα».