διαβολάνθρωπος κ. διαολάνθρωπος, ο, ουσ. [<διά(β)ολος + άνθρωπος]. 1. άνθρωπος δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «έχει μπλέξει μ’ έναν διαβολάνθρωπο και κατάστρεψε τη ζωή της». 2. άνθρωπος τετραπέρατος, καπάτσος: «μην κάνεις δουλειά μ’ αυτόν τον διαβολάνθρωπο, γιατί θα σε ρίξει και θα κλαις τα λεφτά σου».