δηλητήριο, το, ουσ. [<αρχ. δηλητήριον], το δηλητήριο. 1. οτιδήποτε έχει πικρή γεύση: «μου ’φερε έναν καφέ δηλητήριο || δεν ήξερα τι καρπός ήταν κι όταν τον δάγκασα, ήταν δηλητήριο». (Λαϊκό τραγούδι: δηλητήριο στο στόμα είν’ η κάθε μας μπουκιά, μέχρι που να ’ρθεις παιδί μου απ’ τη μαύρη ξενιτιά). 2. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλη θλίψη, στενοχώρια, μίσος, κακία, φόβο ή ψυχική φθορά, ή έχει γενικά βλαπτική επίδραση σε κάποιον: «το δηλητήριο της ζήλιας ήταν η αιτία που είχε κάνει μαρτύριο τη ζωή της γυναίκας του || το δηλητήριο του μίσους σ’ αυτόν τον άνθρωπο κυκλοφορούσε στις φλέβες του || δεν τον άφηνε στιγμή ήσυχο το δηλητήριο της κακίας και προσπαθούσε αδιάκοπα να βρει τρόπο να του κάνει κακό || το δηλητήριο της διχόνοιας υπήρξε πολλές φορές η αιτία μεγάλων εθνικών καταστροφών». (Ακολουθούν 16 φρ.)· 
- γυναίκα δηλητήριο, βλ. λ. γυναίκα·
- έριξε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- έσταξε το δηλητήριό του, μίλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει λύπη, να πικράνει ή να βλάψει ηθικά κάποιον, μίλησε με μεγάλη κακεντρέχεια, με πολύ μίσος και κακία εναντίον κάποιου: «την κατάλληλη στιγμή έσταξε το δηλητήριό του και με πίκρανε αφάνταστα»·
- έχυσε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- πικρό(ς) σαν δηλητήριο, α. οτιδήποτε έχει πολύ πικρή γεύση: «ο καφές ήταν πικρός σαν δηλητήριο». β. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη ψυχική πίκρα: «τα λόγια σου ήταν πικρά σαν δηλητήριο και με πίκραναν πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα
- ποτίζω δηλητήριο ή ποτίζω με δηλητήριο (κάποιον), στενοχωρώ αφάνταστα κάποιον: «τον πότισες δηλητήριο τον πατέρα σου με την αποτυχία σου να μπεις στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: η εμπιστοσύνη χάθηκε σ’ αγάπη και φιλία· δηλητήριο κι οι δυο τους με ποτίσανε, την καρδούλα μου στα δύο την ξεσκίσανε
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του χύνει  δηλητήριο, βλ. λ. στόμα.