δήθεν, επίρρ. [<αρχ. δῆθεν <δὴ + κατάλ. -θεν], δήθεν. 1. λέγεται ειρωνικά για να δηλώσουμε πως κάποια ενέργεια δεν είναι αληθινή, πως είναι προσποιητή, ψεύτικη: «πέρασε απ’ το μπαράκι, δήθεν τυχαία, για να δει αν είναι μέσα ο γκόμενός της || πήγε να πάρει άδεια απ’ το διευθυντή, δήθεν πως είναι άρρωστος». 2. ως επίθ. με άρθρο οι δήθεν, αυτό που προβάλλουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ανύπαρκτες: «όλοι αυτοί οι δήθεν δημοκρατικοί κόλλησαν στην κυβέρνηση και περνούν ζωή και κότα με τις αργομισθίες τους». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει δρόμους και στενά)· βλ. και λ. τάχα·
- δεν είναι δήθεν και καλά, δεν είναι προσποιητά αυτά που λέω, δεν είναι ψέματα: «ήθελα κι εγώ να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά κι αυτό που σου λέω δεν είναι δήθεν και καλά, αλλά η πραγματική αλήθεια»·
- είναι δήθεν, (στη νεοαργκό) προσπαθεί να παρουσιάσει ψεύτικα χαρακτηριστικά ή ανύπαρκτες ιδιότητες για να προσδώσει στον εαυτό του μια καλύτερη εικόνα: «δεν ξέρω αν είναι δήθεν, πάντως εμένα μου φαίνεται σωστός άνθρωπος || όλοι αυτοί που είναι δήθεν και κυκλοφορούν στα κοσμικά σαλόνια, μου τη δίνουν στα νεύρα»·
- κάνει δήθεν πως… ή κάνει δήθεν ότι…, παριστάνει, προσποιείται πως…, παριστάνει, προσποιείται ότι…: «κάνει δήθεν πως πονάει, για να τραβήξει την προσοχή μου || κάνει δήθεν ότι φεύγει, για να δει πώς θ’ αντιδράσω»·
- κάνω τον τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχα·
- τάχαμ(ου) δήθεν, βλ. λ. τάχα.