δέχομαι, ρ. [<αρχ. δέχομαι], δέχομαι. 1. συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου: «όλα μπορώ να τα δεχτώ, αυτό όμως είναι έξω από κάθε λογική || δέχομαι την άποψή σου». 2. υποδέχομαι, δίνω ακρόαση, δεξιώνομαι: «μας δέχτηκαν όλο χαρά || δεχόμαστε κάθε Τρίτη απόγευμα || ο βουλευτής δε θα δεχτεί αυτή τη βδομάδα, λόγω ασθένειας». 3. ανέχομαι, υπομένω δυσάρεστη ενέργεια: «δέχτηκα την κοροϊδία του, αλλά δεν του το συγχώρεσα ποτέ || δε δέχεται χειρονομίες». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, βλ.λ. γυναίκα·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, βλ. λ. μύγα·
- δε δέχομαι κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε δέχομαι συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε δέχονται, (παλιότερα) αναγγελία στις εφημερίδες, όταν, κάποιος που είχε την ονομαστική του γιορτή, για διάφορους λόγους, ιδίως λόγω πένθους, δεν επιθυμούσε επισκέψεις στο σπίτι του. (Παλιότερα, που οι ονομαστικές γιορτές είχαν πιο επίσημο χαρακτήρα και η τηλεπικοινωνία δεν ήταν διαδεδομένη, ήταν ένας τρόπος να προειδοποιούν τους ανθρώπους του κύκλου τους)·
- δέχομαι επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- δέχομαι κρίσεις κι επικρίσεις, βλ. λ. κρίση·
- δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά, βλ. λ. πυρ·
- καλώς να τα δεχτείτε! ευχή σε μέλος οικογένειας, όταν έχουμε μάθει πως περιμένουν κάτι καλό, είδηση ή γράμμα ή επίσκεψη αγαπημένου προσώπου, ιδίως ξενιτεμένου ή στρατιώτη, που πρόκειται να πάρει άδεια ή να απολυθεί·
- καλώς τα δεχτήκαμε! α. ειρωνική υποδοχή σε κάποιον, που του έχουμε ετοιμάσει μια τιμωρία ως αντίποινα για πράξεις ή για λόγια του που μας ζημίωσαν ή που μας έθιξαν. β. ειρωνική υποδοχή σε κάποιον που δεν είναι καλοδεχούμενος στην παρέα μας ή που δεν είναι της αρεσκείας μας. γ. λέγεται ειρωνικά όταν παίρνουμε κάποιο δημόσιο έγγραφο, λογαριασμό ή ειδοποίηση που δε μας είναι ευχάριστα (εφορία, Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε. κ.λπ.)·
- καλώς τα δεχτήκατε! ή καλώς τα δέχτηκες! λέγεται με καλή διάθεση σε μέλος οικογένειας, όταν έχουμε μάθει πως δέχτηκαν ήδη κάτι καλό·  βλ. και φρ. καλώς να τα δεχτείτε(!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- καλώς τα δέχτηκες! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον α. όταν γνωρίζουμε πως το άτομο που έρχεται να τον επισκεφθεί, να τον συναντήσει, του είναι ανεπιθύμητο. β. που πήρε κάποιο δημόσιο έγγραφο, λογαριασμό ή ειδοποίηση και που γνωρίζουμε πως δεν του είναι ευχάριστα (εφορία, Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε. κ.λπ.). γ. (ειδικά) όταν βλέπουμε πως έρχεται να συναντήσει κάποιον στο χώρο που βρίσκεται (καφενείο, ουζερί, μπαρ) η γυναίκα που τον ενδιαφέρει, που έχει δεσμό μαζί της ή με ειρωνική διάθεση, όταν βλέπουμε πως έρχεται να τον συναντήσει η γυναίκα του ή η πεθερά του· βλ. και φρ. καλώς τα δεχτήκατε(!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- καλώς τον δεχτήκατε! ευχή σε μέλος οικογένειας για την υποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου: «τι έμαθα, καλέ, απολύθηκε ο γιος σας· καλώς τον δεχτήκατε!». Συνών. καλά δεξίματα(!)·
- τα δέχεται, (για γυναίκες) αποδέχεται με ευκολία τις ερωτικές χειρονομίες, ιδίως τις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «μόλις τη δω, θα της τα ρίξω, γιατί μου έχουν πει πως τα δέχεται»·
- τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες, βλ. λ. αγκάλη.