δανεικά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. δανεικός], χρηματικό δάνειο από συγγενή, φίλο ή γνωστό: «έχω πάρει δανεικά απ’ τον τάδε και ντρέπομαι, γιατί δεν του τα ’χω επιστρέψει ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: δε δουλεύει, δε δουλεύει κι όλο δανεικά γυρεύει
- δανεικά κι αγύριστα, χρηματικό ποσό που παίρνεται από κάποιον με σκοπό να μην επιστραφεί: «το έχει σύστημα να παίρνει απ’ τους φίλους του δανεικά κι αγύριστα»·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. γάιδαρος·
- όλα είναι δανεικά, λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος κακολογεί ή συμπεριφέρεται άσχημα, και σημαίνει πως, όποιο κακό λόγο πεις ή κακή πράξη κάνεις, ακριβώς τα ίδια θα επιστρέψουν σε σένα, σα να τα είχες δανείσει·
- πέθαναν τα δανεικά, κατηγορηματική έκφραση ατόμου σε κάποιον που του ζητάει δανεικά πως δεν έχει σκοπό να ξαναδανείσει χρήματα σε κανέναν, επειδή συνήθως δεν του τα επέστρεφαν. (Λαϊκό τραγούδι: στον κάτω κόσμο ρε Λουκά πεθάνανε τα δανεικά…).