δαιμόνιο, το, πλ. δαιμόνια, τα, ουσ. [<αρχ. δαιμόνιον, υποκορ. του ουσ. δαίμων], το δαιμόνιο. 1. άτομο εξαιρετικής ιδιοφυΐας: «μπορεί να δείχνει κοιμισμένος, αλλά μην ξεγελιέσαι, γιατί είναι σκέτο δαιμόνιο, όταν θέλει να σε τυλίξει». 2. η κλίση, η ροπή, η ευφυΐα, η μανία: «έχει μέσα του το δαιμόνιο του καλλιτέχνη || απ’ τη στιγμή που του κόλλησε το δαιμόνιο της χαρτοπαιξίας, έκλεισε το σπίτι του». 3α. οι έμφυτες ικανότητες που έχει κάποιος λαός στο να προκόψει και να ξεχωρίσει σε κάποιον τομέα της πνευματικής, κοινωνικής ή οικονομικής ζωής: «το δαιμόνιο του Έλληνα μεγαλουργεί με ό,τι κι αν καταπιαστεί || το δαιμόνιο του Γερμανού, ξανάχτισε τη Γερμανία απ’ τα ερείπια και την έκανε πάλι μια απ’ τις μεγάλες δυνάμεις». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για επιτυχίες που προέρχονται από παράνομη δραστηριότητα: «το δαιμόνιο του Έλληνα έκανε πάλι το θαύμα του, γιατί βάφτισε το γιουγκοσλάβικο σιτάρι ελληνικό και ζήτησε επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση». 4. ο πειρασμός, το διαβολικό στοιχείο, το κακοποιό πνεύμα: «κλείστηκε σε μοναστήρι για να γλιτώσει απ’ τα δαιμόνια»·
- έχω τα δαιμόνιά μου, είμαι πολύ εξοργισμένος, είμαι έξαλλος από οργή ή θυμό: «όταν έχω τα δαιμόνιά μου, δε θέλω να μου μιλάει κανένας, γιατί ξεσπώ απάνω του»·
- με ζώνουν τα δαιμόνια, βλ. φρ. με πιάνουν τα δαιμόνια·
- με πιάνουν τα δαιμόνια, εξοργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξαλλος από οργή ή θυμό: «όταν με πιάνουν τα δαιμόνια, δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω»·
- το δαιμόνιο της φυλής, οι έμφυτες ικανότητες που έχει ή που υποτίθεται πως έχει ο Έλληνας: «όπου και να πάνε οι Έλληνες μεγαλουργούν, γιατί έχουν μέσα τους το δαιμόνιο της φυλής». (Τραγούδι: οι δρόμοι της Ανατολής και το δαιμόνιο της φυλής με πήγαν και με φέραν).