γυνή, η, ουσ. [<αρχ. γυνή], η γυναίκα. Η λ. πέρασε στο λεξιλόγιο των λαϊκών ανθρώπων από την εκκλησιαστική φρ. κατά το μυστήριο του γάμου ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τον ἄνδρα, (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- η γυνή της απωλείας, γυναίκα ανήθικη, πόρνη: «τον ξεμυάλισε μια γυνή της απωλείας και διέλυσε για χάρη της το σπίτι του»·
- η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, βλ. λ. αμαρτία·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία κακά στη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα, εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα). Αντίθ. μέσο μουνί μονέδα·
- συν γυναιξί και τέκνοις, λέγεται για οικογενειάρχη που παρευρίσκεται σε κάποια κοινωνική εκδήλωση με όλη την οικογένειά του: «ήρθε στο σπίτι μου συν γυναιξί και τέκνοις για να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου».