γυναικουλίστικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ. [<γυναικούλα + κατάλ. -ουλίστικος], που ανήκει ή που ταιριάζει σε ανάξια σε αναξιοπρεπή γυναίκα: «γυναικουλίστικα  καμώματα || γυναικουλίστικες δουλειές || γυναικουλίστικο κουτσουμπολιό». Συνήθως αναφέρεται επιτιμητικά σε άντρα: «έλα, άσε αυτά τα γυναικουλίστικα και φέρσου, επιτέλους, σαν άντρας!». Επίρρ. γυναικουλίστικα·
- γυναικουλίστικα πράγματα, συμπεριφορά ανάξια για άντρες, ακόμα και για γυναίκες: «όταν αρχίζεις αυτά τα γυναικουλίστικα πράγματα, γίνεσαι πολύ αντιπαθητικός».