αεράμυνα, η, ουσ. [<ἀήρ + άμυνα], η αεράμυνα·
- τον πήραν στην αεράμυνα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Συνών. πάει για βρούβες (α, β) / πάει για κατούρημα / πάει για κούμαρα / πάει για πιπί του / πάει για πουρνάρια / πάει για φούμαρα / πάει για χαμομήλι / πάει για χέσιμο / πάει να γαμήσει / πάει να φτύσει / πάει να χέσει / πάει φαντάρος / πήγε (για) παραθέριση / τον έστειλα για βρούβες (α, β) / τον πήραν στα νέα όπλα / τον πήραν φαντάρο.