γρόσι, το, ουσ. [<τουρκ. kuruş (= εθνικό νόμισμα της Τουρκίας, το ένα εκατοστό της τουρκικής λίρας) <βενετ. grosso <μσν. λατιν. (denarius) grossus], συνήθως στον πλ. τα γρόσια ή τα γρόσα, τα χρήματα. (Λαϊκό τραγούδι: άντε, του καημένου του Μποχόρη του τη σκάσαν’ στο παπόρι και του πήραν πεντακόσια, όλο λίρες κι όλο γρόσια
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, όταν κανείς είναι πλούσιος, μπορεί να λέει ότι θέλει, μπορεί να συμπεριφέρεται με αυτοπεποίθηση: «ποιος υπολογίζει σήμερα στον κόσμο τις αξίες! Μωρέ, έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα». Συνών. όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα·
- ούτε γρόσι, κατηγορηματική έκφραση που δηλώνει άρνηση ακόμη και για παραμικρή χρηματική παροχή: «οι άλλοι θα πάρουν όσα τους υποσχέθηκα, αλλά εσύ ούτε γρόσι».