γραβάτα, η, ουσ. [<ιταλ. cravatta <γαλλ. cravate, από το εθνικ. Cravate (= Κροάτης), αρχική σημασία «λαιμοδέτης των Κροατών»], ο λαιμοδέτης. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου σιάξω τη γραβάτα, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω ή θα σε δείρω άγρια: «όπου και να σε τρακάρω, θα σου σιάξω τη γραβάτα». Συνών. θα σου σιάξω το γιακά / θα σου σιάξω τη γούνα·
- θέλει σιάξιμο η γραβάτα του, βλ. λ. σιάξιμο·
- μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο, α. ασχολείται ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις: «μην εμπιστεύεσαι στην κρίση του, γιατί μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έπαθε ένα μεγάλο στραπάτσο στη δουλειά του κι από τότε μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα». Συνών. κρίνει μήλα με πορτοκάλια / μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μπλέκει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπλέκει τη γραβάτα με το σώβρακο, βλ. φρ. μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα.