γουρουνότριχα, η, ουσ. [<γουρούνι + τρίχα], η γουρουνότριχα· ιδίως εύχρ. στη φρ. παρά γουρουνότριχα, λίγο έλειψε, παραλίγο: «τρακάραμε μ’ ένα φορτηγό και παρά γουρουνότριχα θα σκοτωνόμασταν».