γούνα, η, ουσ. [<μσν. γούνα <μσν. λατιν. gunna], η γούνα. Υποκορ. γουνίτσα, η και γουνάκι, το (βλ. λ.)·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, βλ. λ. γουρούνι·
- δεν είναι της γούνας μου γιακάς ή δεν είναι της γούνας μου μανίκι, δεν έχουμε καμιά οικογενειακή, φιλική ή άλλη σχέση: «απ’ τη στιγμή που δεν είναι της γούνας μου γιακάς, γιατί να τον βοηθήσω;»·
- είσαι της γούνας μου γιακάς; ή είσαι της γούνας μου μανίκι; λέγεται για κείνους που χωρίς να έχουν κοινές απόψεις ή κοινά συμφέροντα μαζί μας ή χωρίς να έχουν ιδιαίτερη γνωριμία, φιλία ή οικειότητα μαζί μας, μας ζητούν κάτι φορτικά, και βέβαια δεν πραγματοποιούμε την επιθυμία τους. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί ή το γιατί, μήπως·
- έχω ράμματα για τη γούνα του, βλ. λ. ράμμα·
- θα σου σιάξω τη γούνα, απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν σε ξαναδώ μεθυσμένο, θα σου σιάξω τη γούνα». Συνών. θα σου σιάξω το γιακά / θα σου σιάξω τη γραβάτα
- κάηκε η γούνα μου, έπαθα μεγάλη ζημιά ή μου δημιουργήθηκε έντονο πρόβλημα: «κάηκε η γούνα μου με την τελευταία υποτίμηση της δραχμής || αν καταλάβει ο πατέρας μου πως έβαλα χέρι στο ταμείο, κάηκε η γούνα μου»·
- μου ’καψε τη γούνα ή μου ’χει κάψει τη γούνα, μου δημιούργησε έντονο πρόβλημα ή μεγάλη ζημιά: «μου ’καψε τη γούνα, που δε μου ’φερε τα λεφτά τη μέρα που μου ’χε υποσχεθεί, γιατί έμεινα ξεκρέμαστος και δεν είχα λεφτά να καλύψω την επιταγή μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κάνεις την τσιγκούνα, γιατί σου ’καψα τη γούνα
- ο λύκος γούνα αλλάζει, ο λύκος δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- τον έχει της γούνας του γιακά ή τον έχει της γούνας του μανίκι, συνδέεται μαζί του οικογενειακά ή φιλικά: «όπου και να πάει, τον παίρνει μαζί του, γιατί τον έχει της γούνας του γιακά»·
- του ’στρωσα τη γούνα, βλ. φρ. του τίναξα τη γούνα·
- του τίναξα τη γούνα, α. τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του τίναξε τη γούνα». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κινείται επανειλημμένα πάνω κάτω από το μέρος του καρπού, υπονοώντας τη χειροδικία. β. τον καθύβρισα: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του τίναξε τη γούνα». Συνών. του τίναξα το γιακά.