γνωστός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. γνωστός], γνωστός. 1α. που τον γνωρίζουμε, που μας είναι γνώριμος, οικείος: «το μεσημέρι έφαγα με κάποιον γνωστό μου || τον είδα πριν από λίγο, που μιλούσε με κάποια γνωστή του». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός ο αψηλός ποιος είν’ αυτός ο τύπος, φίλος σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). β. που τον γνωρίζει μεγάλος κύκλος ανθρώπων: «είναι από χρόνια γνωστός στην πιάτσα || ο τάδε είναι πολύ γνωστός συγγραφέας». 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστό και το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα γνωστά, το συνηθισμένο, τα συνηθισμένα: «τι ουισκάκι θα πιεις; -Το γνωστό || τι θέλεις να σου φέρω να φας; -Τα γνωστά, μαριδίτσα, χόρτα, κανένα τζατζικάκι, καμιά καυτερή πιπεριά και το ουζάκι μου να ’ναι “Μαγεία”». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γίνεται γνωστό ότι…, γνωστοποιείται, κοινολογείται: «επίσης, εκτός των άλλων, γίνεται γνωστό ότι δε θα δοθεί νέα παράταση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων»·
- γνωστή φυσιογνωμία, βλ. λ. φυσιογνωμία·
- γνωστό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- γνωστός και μη εξαιρετέος, (ειρωνικά) λέγεται για κάποιον που είναι πασίγνωστος σε έναν ορισμένο κύκλο ανθρώπων, από το ότι δε λείπει από καμιά κοινωνική ή άλλη καλλιτεχνική εκδήλωση: «στο χορό του συλλόγου μας παρευρέθη και ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος τάδε || στα εγκαίνια της ζωγραφικής έκθεσης παρευρέθησαν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της πόλεώς μας, καθώς και ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος τάδε»·
- έγινε γνωστός, τον γνωρίζουν πολλοί, απέκτησε όνομα, φήμη: «ο τάδε συγγραφέας έγινε γνωστός με το πρώτο του βιβλίο || έγινε γνωστός απ’ τη μέρα που έσωσε το παιδί που κινδύνευε να πνιγεί»·
- είναι γνωστός στην αστυνομία, βλ. λ. αστυνομία·
- είναι γνωστό(ς) τοις πάσι, είναι σε όλους γνωστό(ς) κάποιος ή κάτι: «ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης είναι γνωστός τοις πάσι || οι νομπελίστες ποιητές μας Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης είναι γνωστοί τοις πάσι || είναι γνωστό τοις πάσι πως ο Λευκός Πύργος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη»·
- κάνει τα γνωστά του, συμπεριφέρεται με το συνηθισμένο του τρόπο, που συνήθως δεν είναι αποδεκτός: «του ’φεραν το λογαριασμό και κάνει τα γνωστά του, πως είναι δήθεν παραφουσκωμένος || όταν θέλει να πετύχει κάτι, κάνει τα γνωστά του, γαλιφιές, γλειψίματα και τα τοιαύτα»· βλ. και φρ. κάνει τα δικά του, λ. δικός·
- κάνω γνωστό (κάτι σε κάποιον ή κάποιους), γνωστοποιώ ή αναφέρω σε κάποιον ή κάποιους κάτι: «μόλις τον συνάντησα, του έκανα γνωστό πως την τάδε του μηνός θα συγκεντρωθούμε στο τάδε μπαράκι όλοι οι παλιοί συμμαθητές || προς το τέλος της συνεδρίασης, ο πρόεδρος έκανε γνωστό στους συνέδρους τα οικονομικά του συλλόγου»·
- οι γνωστοί άγνωστοι, α. οργανωμένες ομάδες αναρχικών στις μεγάλες πόλεις, που συχνά πυκνά επιδίδονται σε καταστροφικές ενέργειες σε βάρος των περιουσιών διάφορων επαγγελματιών, χωρίς ποτέ η αστυνομία να προβαίνει στις νόμιμες συλλήψεις: «οι γνωστοί άγνωστοι πυρπόλησαν διάφορα καταστήματα στο κέντρο της πόλης || είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν πως, επίτηδες η αστυνομία δε συλλαμβάνει τους γνωστούς άγνωστους, όμως αυτό που δεν μπορούν να κατανοήσουν είναι ο λόγος για τον οποίο το κάνει, ποιον συμφέρει και σε τι αποσκοπεί». β. διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες που συνήθως αναλαμβάνουν τα μεγάλα κρατικά έργα: «όλες οι κυβερνήσεις μιλούν πως όλοι οι επιχειρηματίες πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες, όμως οι γνωστοί άγνωστοι κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους». Συνών. οι συνήθεις ύποπτοι·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει γνωστό δεν…, βλ. λ. πάπας·
- ως γνωστό(ν), όπως ήδη γνωρίζετε ή έχετε πληροφορηθεί: «ως γνωστόν, ο Λευκός Πύργος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη || ως γνωστό, την άλλη Κυριακή θα γίνει ο χορός του συλλόγου μας».