γνώμη, η, ουσ. [<αρχ. γνώμη <γιγνώσκω], η γνώμη. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- αγοράζω γνώμες, ακούω προσεκτικά διάφορες γνώμες για το θέμα που με απασχολεί, για να ενεργήσω σύμφωνα με την καλύτερη ή τη συμφερότερη: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, κάθομαι και αγοράζω γνώμες και πράττω ανάλογα»·
- αλλάζει γνώμες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- αλλάζω γνώμη, αλλάζω άποψη, αλλάζω στάση σε κάποιο θέμα, σκέφτομαι ή υποστηρίζω διαφορετικά από ό,τι σκεφτόμουνα ή υποστήριζα προηγουμένως: «στην αρχή ήταν εναντίον της πρότασής μου, αλλά, όταν τη μελέτησε καλύτερα, άλλαξε γνώμη». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μένει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- βαραίνει η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
- δε μετρά η γνώμη του, δεν υπολογίζεται στη λήψη μιας κοινής απόφασης: «επειδή είναι καινούριο μέλος στο σύλλογο, σύμφωνα με το καταστατικό, δεν μετρά η γνώμη του κατά την ψηφοφορία»·
- δεν έχω γνώμη (για κάτι), δεν μπορώ να εκφέρω την άποψή μου για κάτι, γιατί δεν είμαι γνώστης του θέματος, δεν είμαι κατάλληλος ή ειδικός: «δεν μπορώ να συμβουλέψω κανέναν πάνω σε θέματα χρηματιστηρίου, γιατί δεν έχω γνώμη»·   
- είμαι της γνώμης, είμαι της άποψης, έχω την άποψη: «είμαι της γνώμης να φύγουμε νωρίς, αν δε θέλουμε να χάσουμε το τρένο»·
- έχει βάρος η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
- έχω τη γνώμη, βλ. φρ. είμαι της γνώμης·
- έχω το θάρρος της γνώμης, βλ. λ. θάρρος·
- ζητώ τη γνώμη (κάποιου), ζητώ από κάποιον να εκφέρει τη γνώμη του πάνω στο θέμα που με απασχολεί, που με προβληματίζει: «πρέπει να ζητήσω τη γνώμη του δικηγόρου μου πριν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο»·
- ζυγίζει η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
- η κοινή γνώμη, α. η αντίληψη, η κρίση μιας κοινωνίας ως συνόλου πάνω σε ορισμένο θέμα: «η κοινή γνώμη είναι αντίθετη με το χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων από την κυβέρνηση». β. η αποδοχή μιας άποψης από την κοινωνία ως σύνολο: «είναι γνωστό πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαμορφώνουν την κοινή γνώμη». γ. (γενικά) η κοινωνία ως σύνολο: «η κοινή γνώμη είναι ανάστατη με την εξάπλωση των ναρκωτικών»·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, ένας άγνωστος, μια και δεν έχει κανένα λόγο να μας πει ψέματα ή να μας παραπλανήσει, κρίνει αμερόληπτα την υπόθεση που μας απασχολεί: «θα εκθέσουμε το πρόβλημά μας στον τάδε, που δε μας ξέρει, για να μας πει ποιος έχει δίκιο, γιατί καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει»· 
- κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά τη γνώμη μου έχεις άδικο || κατά τη γνώμη μου έχεις δίκιο». Συνών. κατά την άποψή μου / κατά την εκτίμησή μου / κατά την κρίση μου·
- λέω τη γνώμη μου, εκφράζω την άποψή μου: «όταν δυο άνθρωποι έχουν μια διαφωνία, λέω τη γνώμη μου μόνο αν μου τη ζητήσουν»·
- μετρά η γνώμη του, έχει κύρος,υπολογίζεται σοβαρά: «αν σε προτείνει ο τάδε, σίγουρα θα σε προσλάβουν, γιατί μετρά η γνώμη του»·
- μια δεύτερη γνώμη, άποψη που παραδέχεται, που στηρίζει ή που αμφισβητεί κάποια προηγούμενη: «όπως μου τα λες, είναι όλα όμορφα κι ωραία, αλλά, για να κάνω αυτή τη δουλειά, θέλω να πάρω και μια δεύτερη γνώμη»· 
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος τρίχα αλλάζει γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- πετώ μια γνώμη, βλ. φρ. ρίχνω μια γνώμη·
- πετώ μια γνώμη στο τραπέζι, βλ. φρ. ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι·
- ρίχνω μια γνώμη, εκφράζω μια άποψη: «έλα, ρε φίλε, εγώ έριξα μια γνώμη και δε σου είπε κανένας πως πρέπει να την ασπαστείς!»·
- ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι, εκφράζω μια άποψή μου και τη θέτω υπό συζήτηση: «επειδή το θέμα είναι σοβαρό, θα ρίξω μια γνώμη στο τραπέζι κι από κει και πέρα θα κάνουμε ό,τι πει η πλειοψηφία»·
- στροφή της κοινής γνώμης, βλ. λ. στροφή.