Γλυφάδα, η, ουσ. [<μσν. βλυχάδα <βλυχός> γλυφός], προάστιο των Αθηνών·
- είναι απ’ τη Γλυφάδα, (ειρωνικά και για τα δυο φύλα) έχει τη συνήθεια ή του (της) αρέσει να γλύφει ερωτικά: «ο τύπος είναι απ’ τη Γλυφάδα, γι’ αυτό έχει ζήτηση απ’ τις γυναίκες || η κυρία είναι απ’ τη Γλυφάδα κι έχει ξετρελάνει όλους τους άντρες». Από την ηχητική ομοιότητα του θέματος του ρ. γλείφ-ω με το γλυφ-άδα – γλυφ-ός.