γλυκός, -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. γλυκύς], γλυκός. 1. που είναι τρυφερός, αγαπητός, χαριτωμένος: «γλυκό κορίτσι || γλυκό αγόρι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ και τι γλυκό που είναι κι όλες το γλυκοκοιτάνε το καινούριο τ’ αγοράκι μου). 2. που προκαλεί ευχάριστα αισθήματα, ευχάριστα συναισθήματα: «γλυκιά μελωδία || γλυκιά βραδιά». 3. το ουδ. ως ουσ. το γλυκό (βλ. λ.). Επίρρ. γλυκά. Υποκορ. γλυκούτσικος, -η κ. -ια, -ο κ. γλυκούλης, -α, -ι. (Τραγούδι: μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο μου φαίνεστε όλοι, τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί, στη θερινή σας τη στολή).Επίρρ. γλυκούτσικα κ. γλυκούλικα. (Ακολουθούν 47 φρ.)·
- αγάπη μου γλυκιά! βλ. λ. αγάπη·
- αγαπούλα μου γλυκιά! βλ. λ. αγαπούλα·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά, βλ. λ. δουλειά·
- βαρύς γλυκός, (για καφέ) που είναι ψημένος με πολλή ζάχαρη: «κάθε πρωί θέλει να πίνει τον καφέ του βαρύ γλυκό»·
- βγάζει γλυκά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- γλυκά γλυκά, σιγά σιγά, με ήπιο τρόπο, μαλακά: «πρέπει να του συμπεριφερθείς γλυκά γλυκά για να τον πάρεις με το μέρος σου || πρέπει να το κάνεις γλυκά γλυκά για να μη σου καταστραφεί»·
- γλυκά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- γλυκά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- γλυκά μου μάτια! βλ. λ. μάτι·
- γλυκέ μου! προσφώνηση αγάπης, τρυφερότητας, λατρείας σε άντρα: «με φώναξες, γλυκέ μου!»·
- γλυκιά ζωή, βλ. λ. ζωή·
- γλυκιά ήττα, βλ. λ. ήττα·
- γλυκιά μου! προσφώνηση αγάπης, τρυφερότητας, λατρείας σε γυναίκα: «μήπως θέλεις να σου φέρω τίποτα, καθώς θα έρχομαι, γλυκιά μου!»·
- γλυκό νερό, βλ. λ. νερό·
- γλυκό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- γλυκό πουλί της νιότης, βλ. λ. πουλί·
- γλυκό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- γλυκός αέρας, βλ. λ. αέρας·
- γλυκός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- γλυκός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- γλυκός πόνος, βλ. λ. πόνος·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή ή γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, βλ. λ. μέλι·
- γλυκός ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- γλυκός χειμώνας, βλ. λ. χειμώνας·
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- είναι γλυκά τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι γλυκό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- είναι γλυκός ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, βλ. λ. ύπνος·
- είναι γλυκός σαν μέλι, βλ. λ. μέλι·
- ελαφρύ γλυκός, (για καφέ) που είναι ψημένος με λίγη ζάχαρη: «τον καφέ του τον πίνει πάντα ελαφρύ γλυκό»·
- έχει γλυκά χείλη, βλ. λ. χείλι·
- έχει γλυκιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει γλυκό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- κάνει γλυκό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνω τα γλυκά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- με το γλυκό, με ήπιο τρόπο: «εκεί που θα πας, να συμπεριφέρεσαι σ’ όλους με το γλυκό». (Λαϊκό τραγούδι: τη γυναίκα την κερδίζεις με τον τρόπο το γλυκό, σιγά σιγά και με το μαλακό
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- όνειρα γλυκά! βλ. λ. όνειρο·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το ξένο είναι πιο γλυκό, βλ. λ. ξένος·
- του γλυκού νερού, βλ. λ. νερό·
- τρώω γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί.