γκρεμός κ. γκρεμνός, ο, ουσ. [<αρχ. κρημνός], ο γκρεμός· η καταστροφή: «με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, βαδίζει προς τον γκρεμό». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος για σένα και εχθρός και η ζωή μου ένας γκρεμός
- βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού ή είμαι στο χείλος του γκρεμού ή φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, επικίνδυνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. (Λαϊκό τραγούδι: μπρος γκρεμός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η αγάπη σου, θυσιάστηκα για σένα, μα όλα χαλάλι σου
- τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- πέφτω στον γκρεμό, (γενικά) καταστρέφομαι: «είχε παρατήσει τη δουλειά του για τις παλιοπαρέες, ώσπου έπεσε στον γκρεμό κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: παντρέψου κάναν άλλο, νοικοκύρη και πνίξε της καρδιάς σου τον καημό. Μ’ εμένα το ρεμπέτη και μπατίρη, στα σίγουρα θα πέσεις στο γκρεμό).