γκιρλατάνος, ο, ουσ. [<τουρκ. girtlak (= λαιμός)], το λαρύγγι·
- έβγαλα τον γκιρλατάνο μου, βλ. φρ. μου βγήκε ο γκιρλατάνος ·
- μου βγήκε ο γκιρλατάνος, φώναξα δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μια ώρα μου βγήκε ο γκιρλατάνος να τον φωνάζω κι αυτός πέρα έβρεχε». Συνών. μου βγήκε ο λαιμός / μου βγήκε το λαρύγγι·
- τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο, τον αρπάζω βίαια από το λαιμό, τον συλλαμβάνω βίαια και τον ακινητοποιώ: «τον άρπαξαν απ’ τον γκιρλατάνο την ώρα που έβγαινε απ’ το καφενείο»· του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον αρπάξεις απ’ τον γκιρλατάνο, δεν παίρνεις τα λεφτά σου πίσω». Συνών. τον αρπάζω απ’ το λαιμό / τον αρπάζω απ’ το λαρύγγι·
- τον βουτώ απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- τον γραπώνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- τον μαγκώνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- του σφίγγω τον γκιρλατάνο, επιδιώκω να τον πνίξω σφίγγοντας το λαιμό του με τα χέρια μου: «πάνω στη μανία μου άρχισα να του σφίγγω τον γκιρλατάνο και, αν δε με προλάβαιναν οι άλλοι, θα τον έπνιγα τον παλιοκερατά»· βλ. και φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο.