γκέμι, το, ουσ. [<τουρκ. gem (= χαλινός)], το γκέμι·
- βάζω γκέμι ή βάζω γκέμια, παντρεύομαι: «δεν πήρε ακόμα την απόφαση να βάλει γκέμια». Παρομοίωση των δεσμών του γάμου με το χαλινό·
- βαστώ το γκέμι ή βαστώ τα γκέμια, βλ. φρ. κρατώ το γκέμι·
- είμαι στο γκέμι ή είμαι στα γκέμια, είμαι παντρεμένος: «εμένα που με βλέπεις, είμαι δέκα χρόνια στο γκέμι»· βλ. και φρ. κρατώ το γκέμι·
- κρατώ το γκέμι ή κρατώ τα γκέμια, α. οδηγώ, καθοδηγώ, κυβερνώ μια ομάδα ανθρώπων ή μια οργάνωση: «αν δεν κρατούσε τα γκέμια της κυβέρνησης ο τάδε, σήμερα θα είχε διαλυθεί». Από την εικόνα του καβαλάρη που με τα γκέμια στο χέρι καθοδηγεί το άλογό του σε σωστή και σίγουρη πορεία. β. διευθύνω, ρυθμίζω και ελέγχω την ομαλή λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ την μέρα που κράτησε τα γκέμια της επιχείρησης ο τάδε, αυτή παρουσίασε κέρδη»·
- μπαίνω στο γκέμι, υποχρεώνομαι να αφήσω την ασύδοτη ζωή που έκανα και να μπω σε μια σειρά και τάξη: «αν δεν έμπαινε στο γκέμι, δεν υπήρχε περίπτωση να προκόψει»· βλ. και φρ. βάζω γκέμι·
- τον βάζω στο γκέμι, τον υποχρεώνω, τον εξαναγκάζω να αφήσει την ασύδοτη ζωή που έκανε και να μπει σε μια σειρά και τάξη: «είσαι ο μόνος που μπορείς να τον βάλεις στο γκέμι». Από την εικόνα του αλόγου που, μόλις του βάλει κάποιος τα γκέμια, παύει να κινείται ελεύθερα·
- του βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, τον συγκρατώ, τον δαμάζω, τον υποτάσσω: «επιτέλους, πρέπει να βρεθεί κάποιος να του βάλει τα γκέμια». Από την εικόνα του καβαλάρη που, μόλις βάλει τα γκέμια στο άλογό του, το ελέγχει απόλυτα·
- του κρατώ τα γκέμια, τον συγκρατώ, τον χαλιναγωγώ: «αν δεν του κρατούσε τα γκέμια ο φίλος του, θα έκανε μεγάλη φασαρία». Από την εικόνα του καβαλάρη που με τα γκέμια στο χέρι ελέγχει απόλυτα το άλογό του·
- του σφίγγω τα γκέμια, του περιορίζω την ελευθερία του, την ελευθερία κινήσεών του: «ο γιος σου κάνει παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό πρέπει να του σφίξεις τα γκέμια»·
- του τραβώ το γκέμι ή του τραβώ τα γκέμια, του αφαιρώ το θάρρος, την οικειότητα, τον βάζω στη θέση του: «μόλις του τράβηξε τα γκέμια, έκατσε σαν φραγκοπαναγιά». Από την εικόνα του καβαλάρη που, μόλις τραβήξει τα γκέμια του αλόγου του, το επαναφέρει στον κανονικό βηματισμό του.