γιορτή, η, πλ. γιορτές κ. γιορτάδες, οι, ουσ. [<αρχ. ἑορτή], η γιορτή· συνήθως στον πλ. η εορταστική περίοδος από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα και πιο σπάνια η εορταστική περίοδος του Πάσχα: «φέτος τις γιορτές θα τις περάσουμε στο χωριό». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- έγινε γιορτή, βλ. φρ. είχαμε γιορτή·
- είχαμε γιορτή, χαρήκαμε πάρα πολύ: «σήμερα βγήκε ο πατέρας μου απ’ το νοσοκομείο κι είχαμε γιορτή στο σπίτι». Ο πλ., γιατί η φρ. αναφέρεται σε οικογένεια·
- έχουν γιορτές και πανηγύρια, βρίσκονται σε κατάσταση ευφροσύνης: «σήμερα απολύθηκε ο γιος τους απ’ το στρατό κι έχουν γιορτές και πανηγύρια στο σπίτι». Ο πλ., γιατί η φρ. αναφέρεται σε οικογένεια·
- έχουν γιορτή, χαίρονται πάρα πολύ, είναι ευτυχισμένοι: «αρραβωνιάζουν την κόρη τους κι έχουν γιορτή». (Λαϊκό τραγούδι: μένω σε κάποια γειτονιά φτωχική γειτονιά που ’χει σπίτια χαμηλά, όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά
- έχω τη γιορτή μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου έχω τη γιορτή μου». (Λαϊκό τραγούδι: χτυπά η καμπάνα σήμερα κι εσύ έχεις τη γιορτή σου, στο σπίτι που μας άφησες μαζί με το παιδί σου. Θα σε γιορτάσω κι ας πονώ, που άλλη ζει μαζί σου
- η γιορτή του Όχι, βλ. λ. όχι·
- καλές γιορτές! ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα άτομα, συνήθως την εορταστική περίοδο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα και πιο σπάνια την εορταστική περίοδο του Πάσχα·
- κάνω γιορτές, περνώ την εορταστική περίοδο από τα Χριστούγεννα μέχρι και την Πρωτοχρονιά κάπου ή με κάποιο τρόπο: «κάθε χρόνο την περίοδο των Χριστουγέννων κάνω γιορτές στο χωριό»·
- κινητή γιορτή, που δε γιορτάζεται την ίδια μέρα κάθε χρόνο: «η γιορτή του Αγίου Γεωργίου είναι κινητή γιορτή»·
- Κυριακή κοντή γιορτή, βλ. συνηθέστ. κοντός ψαλμός αλληλούια, λ. ψαλμός·
- να χαίρεσαι τη γιορτή σου! ευχή σε κάποιον με την ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! (α).