γιασάκι, το, ουσ. [<τουρκ. yasak (= απαγόρευση, απαγορευμένος)], (στη γλώσσα της αργκό) απαγορευμένο εμπόρευμα, απαγορευμένη, παράνομη πράξη, η παρανομία. Ο Κ. Δαγκίτσης παραθέτει την παρακάτω φρ. με το γιασάκι γεμίζει το δισάκι, δηλ. μόνο με παράνομες πράξεις μπορείς να πλουτίσεις.