γιακάς, ο,
ουσ. [<τουρκ. yaka (= περιλαίμιο)] ο γιακάς· (στη γλώσσα της αργκό) 1. η
σφαλιάρα στο σβέρκο: «έφαγ’ ένα γιακά, που ακούστηκε μέχρι κάτω στην παραλία». 2.
άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος, μηδαμινός: «φύγ’ από δω, ρε γιακά, που θέλεις να
’ρθεις και μαζί μας!». Από την εικόνα του ατόμου που ο καθένας του δίνει
σφαλιάρες στο σβέρκο. Υποκορ. γιακαδάκι, το· βλ. και λ. χαρτογιακάς.
(Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
βγήκε η ψείρα στο γιακά, βλ. λ. ψείρα·
-
δεν είναι της γούνας μου γιακάς, βλ. λ. γούνα·
- είναι (για) να τινάζεις το γιακά σου! ή είναι (για) να τινάζει
κανείς το γιακά του! βλ. φρ. είναι (για) να τραβάς το γιακά σου(!)·
-
είναι (για) να τραβάς το γιακά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς
το γιακά του! έκφραση για να δείξουμε τη μεγάλη μας αντιπάθεια ή την
αποστροφή μας για κάποιον ή για κάτι: «πρόσεχε τον τάδε που κάνεις παρέα, γιατί
είναι τόσο αλήτης, που είναι για να τραβάς το γιακά σου! || μην πάς να δεις την
τάδε ταινία, γιατί είναι να τραβάει κανείς το γιακά του!». Πολλές φορές,
συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο αντίχειρας και ο δείκτης του ομιλητή
τραβούν ελαφρά το γιακά του·
-
είσαι της γούνας μου γιακάς; βλ. λ. γούνα·
-
θα σου σιάξω το γιακά, απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «όπου και
να σε τρακάρω, θα σου σιάξω το γιακά». Συνών. θα σου σιάξω τη γούνα / θα σου
σιάξω τη γραβάτα·
-
θέλει σιάξιμο ο γιακάς του, βλ. λ. σιάξιμο·
-
τινάζω το γιακά μου, βλ. φρ. τραβώ το γιακά μου·
-
τον αρπάζω απ’ το γιακά, α. τον συλλαμβάνω βίαια: «τον άρπαξαν
απ’ το γιακά την ώρα που έβγαινε απ΄ το καφενείο». β. του ζητώ πιεστικά
να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «μόλις τον είδε, τον
άρπαξε απ’ το γιακά και του ζητούσε να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε
δώσει»·
- τον βουτώ απ’ το γιακά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το
γιακά·
- τον γραπώνω απ’ το γιακά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’
το γιακά·
-
τον έχει της γούνας του γιακά, βλ. λ. γούνα·
-
τον μαγκώνω απ’ το γιακά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το γιακά·
- τον πιάνω απ’ το γιακά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το γιακά·
-
του ’στρωσα το γιακά, βλ. φρ. του τίναξα το γιακά·
- του τίναξα το γιακά, α. τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα:
«τον άρπαξε μπροστά στον κόσμο και του τίναξε το γιακά». β. τον
καθύβρισα: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο και του τίναξε το γιακά».
Συνών. του τίναξα τη γούνα·
-
τραβώ το γιακά μου, λέγεται σε ένδειξη μεγάλης αντιπάθειας ή αποστροφής
στο άκουσμα του ονόματος κάποιου: «κάθε φορά που γίνεται λόγος γι’ αυτόν τον
άνθρωπο, τινάζει το γιακά του». Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο δείκτης
και ο αντίχειρας τσιμπούν ελαφρά το γιακά από την άκρη του και τον τινάζουν
επανειλημμένα.