γιαγιά, η, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τη νηπιακή γλώσσα], η γιαγιά. 1. προσφώνηση σεβασμού σε κάθε γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, ιδίως μαυροφορεμένης: «έλα, γιαγιά, κάθισε στη θέση μου». 2. λέγεται και αντί ονόματος σε γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που δε γνωρίζουμε το όνομά της: «γιαγιά, ξέρεις πού είναι αυτή η διεύθυνση;». Υποκορ. γιαγιάκα κ. γιαγιούλα κ. γιαγιακούλα κ. γιαγίτσα, η κ. γιαγιακίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. συνηθέστ. αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι·
- αν είχε η γιαγιά μου καρούλια, θα ’ταν αυτοκίνητο, βλ. φρ. αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι· 
- αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που με συνεχή αν, αναφέρεται σε υποθετικούς κινδύνους ή άσχημες καταστάσεις, έχοντας ως κύριο σκοπό να αναβάλει να κάνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, ή σε άτομο που με συνεχή αν, αναφέρεται σε ευχάριστες καταστάσεις, που όμως δεν κατάφερε να επιτύχει·
- βλέπω της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πράμα·
- είδα της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- έλα παππού μου να σου δείξω που το ’χ’ η γιαγιά μου, βλ. λ. παππούς·
- της γιαγιάς σου το καφεκούτι (ενν. γαμώ), βλ. λ. καφεκούτι·
- της γιαγιάς σου το μπουγαδοκόφινο, βλ. λ. μπουγαδοκόφινο·
- της γιαγιάς σου το πράμα (ενν. γαμώ), βλ. λ. πράμα·
- της γιαγιάς σου το ροκοκό (ενν. γαμώ), βλ. λ. ροκοκό·
- της γιαγιάς σου το χάβαρο, βλ. λ. χάβαρο.