γήπεδο, το, ουσ. [<αρχ. γήπεδον]. 1. χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος για αθλοπαιδιές (κλασικά αθλήματα, μπάσκετ, βόλεϊ, τένις, γκολφ), ιδίως για ποδόσφαιρο, καθώς και ο κόσμος που παρακολουθεί σε αυτό: «κάθε Κυριακή μεσημέρι μαζευόμαστε στο ουζερί κι από κει πηγαίνουμε παρέα στο γήπεδο || μόλις οι δυο ομάδες μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο, όλο το γήπεδο ζητωκραύγαζε με ενθουσιασμό». 2. μεγάλος σε έκταση χώρος: «έχει ένα σαλόνι στο σπίτι του, που είναι σαν γήπεδο». 3. μεγάλη ανοικτή έκταση, που δεν έχει ακόμη κάποιο κτίσμα: «ο δήμος μας έχει δυο γήπεδα, που στο ένα θα κτιστεί το νέο δημαρχείο και το άλλο θα το διαμορφώσει σε πάρκο»·
- βαρύ γήπεδο, (ιδίως για ποδόσφαιρο) που είναι βρεγμένο ή λασπωμένο, και για το λόγο αυτό το παιχνίδι διεξάγεται με δυσκολία: «μετά τη βροχή που έριξε, ήταν βαρύ το γήπεδο και οι δυο ομάδες δεν μπόρεσαν να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους»·
- ο βασιλιάς των γηπέδων, βλ. λ. βασιλιάς·
- παίζω στο γήπεδό μου, κινούμαι, δραστηριοποιούμαι, ενεργώ και δημιουργώ σε οικείο περιβάλλον: «νιώθω μεγάλη σιγουριά, κάθε φορά που παίζω στο γήπεδό μου, γι’ αυτό μπορώ να φέρω σε πέρας οτιδήποτε». Αναφορά στην ομάδα που παίζει εντός έδρας·
- πηγαίνω στο γήπεδο, παρακολουθώ συστηματικά ποδόσφαιρο: «κάποτε πήγαινα στο γήπεδο, αλλά, από τότε που άρχισαν οι ανεγκέφαλοι να δημιουργούν επεισόδια, έπαψα να πηγαίνω».